Μέχρι πριν μια βδομάδα το μόνο που ήξερα για τις ταινίες Twilight, ήταν ότι επρόκειτο
για μια ερωτική ιστορία φαντασίας φτιαγμένη για έφηβες, κάτι που από μόνο του
αρκούσε να με κάνει να μην θέλω να τις δω. Πρόσφατα, εκεί που έψαχνα ταινίες
-κατά προτίμηση θρίλερ αλλά κάπως girl-friendly για να μπορώ να τις δω με το κορίτσι- στις λίστες που
έβρισκα στο ίντερνετ έπεφτα συνέχεια πάνω στο Twilight. Έψαξα λίγο παραπάνω την πλοκή
των ταινιών και κατάλαβα ότι ήταν πολύ χειρότερο απ’ότι είχα φανταστεί.
Το κεντρικό θέμα των ταινιών υποτίθεται πως είναι η
εγκράτεια, η σεξουαλική αποχή από το σεξ. Η ηρωίδα, η Μπέλα, σε 4 τρίωρες
ταινίες προσπαθεί να αποφασίσει αν θέλει να χάσει την παρθενιά της από ένα
βαμπίρ ή ένα λυκάνθρωπο. Προφανώς, δε μπορεί να βγει ένα απλό ραντεβού με τον
ένα και μετά με τον άλλο, ώστε να αποφασίσει με την ησυχία της, όπως θα έκανε
κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Ούτε δυστυχώς μπορεί να πάει στο κρεβάτι και με τους δύο
ταυτόχρονα, κάτι που πίστεψέ με θα βελτίωνε την ταινία.
Κάπου διάβασα ότι οι κριτικοί παρόλο που έθαψαν τα βιβλία της
συγγραφέως στα οποία βασίστηκαν οι ταινίες, επιβράβευσαν το κρυφό μήνυμα της εγκράτειας
που προσπαθούσε να περάσει στα νέα κορίτσια, το «μην του κάτσετε πριν το γάμο»
υποβόσκων νόημα, κάτι πολύ παράξενο αν σκεφτείς ότι σε 3 βιβλία η ανήλικη πρωταγωνίστρια
προσπαθεί να αποφασίσει αν θα πηδηχτεί με ένα λύκο ή μια νυχτερίδα. Η Μπέλα δεν
εκδηλώνει κανένα ενδιαφέρον για φυσιολογική ανθρώπινη επαφή με ένα φυσιολογικό άνθρωπο, που να μην κουβαλάει κάποια αρχαία κατάρα. Όχι, ή θα είναι
μαγικά φανταστικά πλάσματα βγαλμένα από την κόλαση ή τίποτα γι’αυτήν.
Κι απ’ότι
κατάλαβα διαλέγει τη νυχτερίδα στο τέλος, τη χειρότερη δυνατή επιλογή, μιας και
αφού είναι βαμπίρ, δεν είναι μια απλή νυχτερίδα αλλά μια 200 χρόνων νυχτερίδα
και μάλιστα μισοπεθαμένη. Αν σκεφτείς ότι η Μπέλα ξεκινά τις ταινίες όντας ανήλικη, η διαφορά ηλικίας με το μορφονιό-βαμπίρ είναι κάπου 180 χρόνια, περίπου όση έχει κι ο Τσοχατζόπουλος με τη νυν γυναίκα του. Ειλικρινά, αν στο τέλος της τέταρτης ταινίας δεν
έχουν μια μισάωρη ερωτική σκηνή με την Μπέλα στο νυφικό κρεβάτι να τρίβει το
ζαρωμένο αποσυντιθέμενο κουφάρι μιας νυχτερίδας πάνω στα γεννητικά της όργανα
πρέπει όλοι θεατές να κάνουν κατάληψη στα ταμεία των σινεμά και να ζητήσουν τα
λεφτά τους πίσω.
Οπότε αν δεν μποϋκοτάρεις τις ταινίες λόγω του αηδιαστικού παιδόφιλου-νεκρόφιλου-κτηνοβατικού
θέματός τους, πρέπει να τις μποϋκοτάρεις για το ότι καταστρέφουν την εικόνα των
βαμπίρ και τα παρουσιάζουν σαν άκακα αγοράκια με απαλό δέρμα και λακ στο μαλλί
που βγάζουν γκλίτερ στο ηλιόφως.
Βαμπίρ στο Twilight όταν λούζεται με φως
Μαρτάκης όταν λούζεται
Αν ήμουν ο σκηνοθέτης της ταινίας σίγουρα θα σκεφτόμουν ότι κάτι έκανα λάθος αν ο Μαρτάκης είναι πιο τρομακτικός από ένα βρυκόλακα.
Με την παρακάτω σύντομη αναδρομή-σύγκριση θα καταλάβεις γιατί
τα βαμπίρ είναι οι καλύτεροι μεταφυσικοί «κακοί» όλων των εποχών και είναι ιεροσυλία να τους εκ-φλωρεύουν. Οι βρυκόλακες είναι καλύτεροι από:
Τα φαντάσματα. Στις πιο φιλόδοξες στιγμές του ένα φάντασμα το πολύ
πολύ να εμφανιστεί ξαφνικά στο δωμάτιό σου ενώ κοιμάσαι, με τη μορφή ενός φωσφοριζέ
ολογράμματος της μορφής που είχε πριν πεθάνει και να παραπονιέται για τις συνθήκες
του θανάτου του, ειδικά αν το σκότωσες εσύ. Αλλά αυτό είναι το χειρότερο που
μπορεί να κάνει ένα φάντασμα: να παραπονιέται μάταια για την ατυχία του, σαν
κάποιον που τηλεφωνεί στο τμήμα παραπόνων της Forthnet να γκρινιάξει γιατί αργεί η
24-άρα σύνδεση στο ίντερνετ (κάτι που πρόκειται να κάνω εγώ παρεμπιπτόντως).
Πολλές φορές τα φαντάσματα δε μπορούν να κάνουν ούτε καν
αυτό, να εμφανιστούν δηλαδή μπροστά σου την ώρα που σηκώνεσαι για κατούρημα μες
στη νύχτα. Αντ’αυτού κάνουν μικρούς θορύβους, κοπανάνε καμιά πόρτα ή σου
ρίχνουν τα κατσαρολικά από το ράφι. Πφ, οι γείτονές μου είναι πολύ χειρότεροι
απ’αυτό. Ακριβώς πάνω από το διαμέρισμά μου μένει μια οικογένεια Αλβανών που
κάνουν χειρότερη φασαρία κι από χρυσαυγίτες σε διαδήλωση του ΚΚΕ. Καθημερινά ακούω
ποδοβολητά, κοπανήματα και χοροπηδητά τόσο δυνατά που για κάποιες μέρες πίστευα
ότι τα παιδιά τους είχαν ανακαλύψει στη ντουλάπα τους τον κόσμο της Νάρνια και
έδιναν την τελευταία μάχη εναντίον των Καλορμίνων. Ευχαρίστως θα τους αντάλλαζα
με ένα φάντασμα. Ακόμα κι αν το φάντασμα περνούσε κάθε τρεις και λίγο μέσα από
τοίχους και προσπαθούσε να μου παγώσει το αίμα με κάθε του βλέμμα, θα ήταν
προτιμότερο από τους γείτονές μου.
Τα ζόμπι. Τα
ζόμπι –πτώματα με μηδενική νοημοσύνη που επανήλθαν στη ζωή και έχουν μια
απίστευτη πείνα για ανθρώπινα μυαλά- είναι πολύ ενδιαφέροντες «κακοί» λόγω της έξυπνης
αλληγορίας που παρουσιάζουν για τον αέναο καταναλωτισμό και την κανιβαλιστική σύγχρονη
κοινωνία όπου ο ένας «τρώει» τον άλλο. Είναι επίσης και μια εκπληκτική μετεξέλιξη
του μύχιου φόβου της ανθρωπότητας για την εξάπλωση θανατηφόρων ιών. Μόνο που για να κολλήσεις τον ζόμπι-ιό
δεν αρκεί να φταρνιστεί κάποιος στο αυτί σου σε ένα γεμάτο λεωφορείο. Θα πρέπει το λιγότερο να σου δαγκώσει την καρωτίδα.
Αλλά τα ζόμπι είναι απλά αυτό: άμυαλα πεινασμένα πτώματα που
κινούνται σαν συγκαμένα. Πιο επιθετικούς πεινασμένους ανθρώπους έχω δει στα
σουβλατζίδικα της γειτονιάς μου. Αν ξεσπάσει επιδημία ζόμπι, αρκεί να
κλειδωθείς σπίτι σου παρέα με τις κονσέρβες σου και τη συλλογή σου με τα dvd και
μια χαρά θα επιβιώσεις.
Τις μούμιες. Οι
μούμιες στην ουσία είναι ζόμπι τυλιγμένα σε ιατρικές γάζες. Στη σύγχρονη εποχή,
τη μούμια του Τουταγχαμών άνετα θα τη μπέρδευες με έναν ασθενή του ΚΑΤ ύστερα από
τροχαίο. Έχοντας καλυμένο όλο το σώμα, ακόμα και το στόμα τους, το μόνο που
μπορούν να κάνουν είναι να τριγυρίζουν αργά από δω κι από κει με τα χέρια τεντωμένα
προσπαθώντας να σε αγκαλιάσουν μέχρι θανάτου. Είναι γελοία μη απειλητικές. Μόνο
αν είχαν στύση θα μπορούσαν να μοιάζουν πιο επικίνδυνες. Αλλά το ίδιο θα
συνέβαινε και με τον Μίκυ Μάους.
Οι μανιακοί
δολοφόνοι. Οκέι, οι μανιακοί δολοφόνοι στην πραγματική ζωή είναι αρκετά
τρομακτικοί. Αλλά εμείς μιλάμε για τις ταινίες, και στις ταινίες οι μανιακοί
δολοφόνοι παρουσιάζονται σαν εκλεπτυσμένα και καλλιεργημένα άτομα, που πίνουν
ακριβά κόκκινα κρασιά και απαγγέλουν στίχους του Σέξπηρ και ατάκες του Όσκαρ
Ουάιλντ. Τι στην ευχή είσαι, δολοφόνος που διψάει για αίμα χωρίς αιτία ή ο
Αλέξης Κωστάλας στο δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ? Οι μανιακοί της προκοπής
απολαμβάνουν να ξεκοιλιάζουν ανθρώπους, δε ψάχνουν να βρουν ευχαρίστηση κι
ενδιαφέρον παίζοντας παιχνίδια ποντικιού-γάτας με τον χωρισμένο αλκοολικό
ντετέκτιβ που τους κυνηγά. Άσε τα τερτίπια και πήγαινε στραγγάλισε ανθρώπους
αλλιώς χέστο. Γίνε μανιακός ψαράς ή μανιακός κομμωτής σκύλων. Ακόμα κι αυτό θα
ήταν πιο ενδιαφέρον κακός σε ταινία.
Βλέπεις? Κανείς από τους παραπάνω δε θα μπορούσε να
συγκριθεί με τα βαμπίρ. Τους βρυκόλακες. Τον κόμη Δράκουλα. Την παλιά εποχή, τα
βαμπίρ ήταν βλοσυροί, άκαμπτοι τύποι με άψυχο απειλητικό βλέμμα και μολδαβική
προφορά, εξέπεμπαν ένα μυστήριο που άγγιζε τα όρια του ερωτισμού, έναν
απαγορευμένο σεξουαλικό μαγνητισμό. Τώρα, οι δημιουργοί ταινιών έχουν κάνει τους
βρυκόλακες να έχουν γαμημένα αισθήματα. Είναι μοναχικοί και βασανισμένοι,
νιώθουν πως δεν τους αγαπάει κανείς και δεν τους παίζουν τα άλλα παιδάκια και
περνάνε την πιο πολύ ώρα της ταινίας να κοιτάνε τα παπούτσια τους παρά να
ρουφάνε το αίμα ανθρώπων. Οι σωστοί βρυκόλακες κοιτάνε τα παπούτσια τους μόνο όταν
πατάνε με αυτά το λαρύγγι κάποιου άτυχου χωρικού που έκανε το λάθος να
κυκλοφορήσει μόνος του το βράδυ στο δάσος.
Τα σύγχρονα βαμπίρ βγαίνουν σε δύο γεύσεις: ασεξουαλικοί
κλαψιάρηδες έφηβοι (Twilight)
ή μελαχρινοί εσωστρεφείς τύποι γεμάτοι βάσανα και όρεξη για σεξ (True Blood). Όλοι με ψυχολογικά
θέματα. Όλοι μορφονιοί με ωραίο μαλλί και σέξυ βλέμμα. Σόρι που δε χέζω τα
παντελόνια μου από φόβο.
Είναι μια ντροπιαστική εξέλιξη ενός τέρατος που προέκυψε
αρχικά από την αληθινή ιστορία του Βλαντ Δράκουλα ή αλλιώς Βλαντ ο Ανασκωλοπιστής,
έναν τύπο που με χαρά έτρωγε το μεσημεριανό του ενώ παρακολουθούσε έναν Τούρκο
στρατιώτη να γίνεται σουβλάκι τσουλώντας σιγά σιγά σε ένα παλούκι στο οποίο
ήταν καρφωμένος, κάθε φορά που κουνούσε χέρια και πόδια με ένταση από τον πόνο
και τον τρόμο να χώνεται όλο και πιο βαθιά προς το έδαφος. Ο Βλαντ θα καθόταν
χαλαρός, χαμογελαστός και ικανοποιημένος ανάμεσα σε αυτό το δάσος από ανθρώπινα
κεμπάπ τρώγοντας αμέριμνος το μπέργκερ του από βίσωνα ή ό,τι άλλο έτρωγαν τότε τελοσπάντων.
Αν ερχόταν αντιμέτωπος ο Robert Pattison (πρωταγωνιστής του Twilight) με αυτό το θέαμα, δε θα μπορούσε να φάει ούτε μια
μπουκιά από τα σπαράγγια του και το φιλετάκι σολομού του. Θα του σηκώνονταν
κάγκελο οι λίγες τρίχες από το μικρό εφηβικό του μουστάκι ακόμα κι αν τα έβλεπε
όλα αυτά από την 50-αρα τηλεόρασή του στην ασφάλεια του σπιτιού του.
Υ.Γ. Αφιερωμένο το παρακάτω τραγούδι στο κορίτσι που λείπει αυτές τις μέρες. Ο μόνος τρόπος για να ξεχνάω λίγο το κενό που άφησε, είναι να γράφω αυτές τις χαζομάρες για βαμπίρ και φαντάσματα στο blog.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου