14 Ιουλ 2010

Οι 3 πόρτες


Θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα, βάλε τις παλάμες σου στα γόνατα, κλείσε τα μάτια και αυτοσυγκεντρώσου λέγοντας σιγανά «Όοοοοοοομμμμ –ναπερασειτομαθημαοφαντομ -όοοοοοομμμμ». Γιατί την Παρασκευή χρειάζομαι όλη τη θετική ενέργεια που θα μπορέσεις να μου στείλεις, επειδή δίνω ένα από τα 3 δυσκολότερα μαθήματα της σχολής. Είναι από αυτά τα μαθήματα τα οποία μπορούν από μόνα τους να σε τραβήξουν πίσω για ολόκληρα εξάμηνα χειρότερα κι απ’ότι σε τραβάνε τσιμεντένια παπούτσια στον πάτο της θάλασσας, είναι από αυτά τα μαθήματα που τα περνάς πιο δύσκολα κι από Punto που προσπαθεί να περάσει Ferrari σε κόντρα στο δρόμο, με καθηγητές πιο αυστηρούς κι αδίστακτους απέναντι στους φοιτητές περισσότερο κι από τον Jack Bauer μπροστά σε Άραβα τρομοκράτη που έχει απαγάγει την κόρη του.

Δε σου λέω ποιο μάθημα είναι για να μην το γρουσουζέψω. Ακόμα να πέσεις οκλαδόν? On your ass man!

And that isn’t only it. Με κάθε χρόνο που περνάει χωρίς να έχεις περάσει το μάθημα χρειάζεται να κάνεις επιπλέον κι έναν αριθμό εφημεριών. Τις τελευταίες μέρες που αποφάσισα να δώσω το μάθημα έτρεξα στη μία και μοναδική υπεύθυνη κλινική να προλάβω να καλύψω τις εφημερίες που αντιστοιχούν σε αυτό το χρόνο. Επειδή όμως το μάθημα το χρωστάει λαός κι επειδή σαν μαλάκας πήγα τελευταία στιγμή λες κι έπρεπε μόνο να δηλώσω το καρτοκινητό μου, οι θέσεις των εφημεριών για τους φοιτητές είχαν υπερ-καλυφθεί. Και χωρίς εφημερίες δε μπορείς να δώσεις το μάθημα.

Αυτό το εμπόδιο δεν το θεώρησα σημάδι από τη μοίρα να παρατήσω το μάθημα για το Σεπτέμβρη, ήμουν αποφασισμένος να το δώσω και θα το δώσω damn it! Εξάλλου επειδή αυτές τις μέρες είμαι πιο down κι από μανιοκαταθλιπτικό που του έκοψαν το Lexotanil, I desperately needed a distraction, ένα great purpose που θα με αποσπούσε από τις δυσάρεστες σκέψεις του θυμού, της μελαγχολίας και της εγκατάλειψης και θα απορροφούσε το μυαλό μου μόνο σε ό,τι ήταν σχετικό με αρτηρίες, φλέβες, σύνδρομα και μπαλονάκια (τα ιατρικά μπαλονάκια, που μπαίνουν στην καρδιά –μη φαντάζεσαι μπαλόνια Ντόρα εξερευνήτρια ή Μπομπ σφουγγαράκι).

Έτσι κάθισα και σκέφτηκα όσες manipulation techniques ήξερα, φόρεσα το puppy-dog-eyes βλέμμα λες και ήμουν γλυκούλι γκριφόν που σε παρακαλά για φαγητό και τα συνδύασα με πονεμένο attitude γυφτακίου του στυλ «είμαι ορφανό και πεινάω, σας παρακαλώ αφήστε με να δώσω το μάθημα» και πήγα να βρω τον καθηγητή.

Ο καθηγητής μόλις του εξέθεσα το πρόβλημα ότι έπρεπε να καλύψω εφημερίες αλλά δεν υπήρχαν ελεύθερες θέσεις ήταν φιλικότατος και διαλλακτικός. Μου απάντησε ως εξής and I quote:

«Ξέχνα το, ας μην μαλακιζόσασταν και το αφήνατε τελευταία στιγμή, τώρα θα πρέπει να κόψεις το λαιμό σου και να το πας για Σεπτέμβρη».

Μέλι στάζει το στόμα του, youve got to love that guy. Προσποιήθηκα ότι το να δώσω το μάθημα ήταν τόσο σημαντικό όσο και οι δόσεις των δανείων που παίρνουμε από την Μέρκελ, του θύμισα και τότε που είχα πάρει μέρος μαζί με κάτι άλλους άμυαλους φοιτητές για μια μελέτη που έκανε στην κινητικότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων κατά τη φυγοκέντρηση όπου προσφέραμε αίμα και μας είχαν ξεζουμίσει χειρότερα κι απότι σε ξεζουμίζουν τα κουνούπια θερινό βράδυ που έχεις ξεχάσει να βάλεις φιδάκι, ταμπλέτες ή Autan.

«Σίγουρα θα υπάρχει κάτι που θα μπορούμε να κάνουμε…» του είπα με νόημα, αν και αυτό είναι ατάκα που θα λειτουργούσε καλύτερα αν ήμουν ξανθιά φοιτήτρια με ωραίο κώλο και μεγάλο στήθος και καθώς του το έλεγα να έγλυφα ταυτόχρονα ένα γλειφιτζούρι ενώ του ίσιωνα με χάρη τη γραβάτα.

Ευτυχώς ο «μελιστάλαχτος» καθηγητής με θυμόταν από τις αρχικές κλινικές, εκτίμησε και το γεγονός ότι ήμουν από τους λίγους γενναίους που έδωσαν αίμα για την έρευνά του και μου πρότεινε να καλύψω τις εφημερίες του σε μερικούς θαλάμους στη μεγάλη ιδιωτική κλινική όπου δουλεύει ένας πρώην επιμελητής και τον οποίο θα βοηθούσα. Τώρα δεν ξέρω αν είναι νόμιμο αυτό, να με χρησιμοποιήσει σαν χαμάλη του σε μη πανεπιστημιακή ιδιωτική κλινική αλλά to hell with it, προσπάθησε να με διευκολύνει ο άνθρωπος.

Το ιδιωτικό νοσοκομείο όπου δούλευε τα απογεύματα είναι ένα από τα αγαπημένα μου αλλά θα προσπαθήσω να αναφέρω όσο το δυνατόν λιγότερες λεπτομέρειες γιατί με τις ιδιωτικές ασφάλειες και τα ιατρικά απόρρητα δεν είναι να μπλέκεις. Μη γίνει καμιά στραβή και με κόψει στο μάθημα!


Έτσι ένα ωραίο απόγευμα μετά από μια ώρα κολλημένος στην κίνηση έφτασα στο νοσοκομείο κι αφού σιχτίρισα που δεν έβρισκα πάρκινγκ ένιωσα το πορτοφόλι μου να ματώνει όταν αναγκάστηκα να το αφήσω στο ιδιωτικό «ΠΑΡΚΙΝ» απέναντι από το νοσοκομείο με 10ευρώ το 6ωρο (fucking thieves). Προσπέρασα το χλιδάτο λόμπι του μεγάλου ιδιωτικού νοσοκομείου με τους δερμάτινες καναπέδες και τη μυρωδιά αλεσμένου Floκαφέ (καμία σχέση με τα λόμπι των δημόσιων νοσοκομείων με τις σπασμένες πλαστικές άσπρες καρέκλες και τα πατώματα να κολλάνε χυμένους φραπέδες) και ανέβηκα σε έναν από τους 14 ορόφους του νοσοκομείου.

Όταν τον βρήκα ο καθηγητής μου είπε το εξής:

«Αν θες να καλύψεις τις εφημερίες σου, για τα επόμενα 4-5 απογεύματα θα είσαι η παλλακίδα μου, θα μαζέψεις αίματα, ούρα, καρδιογραφήματα, ιστορικά ακόμα και τις παντόφλες των ασθενών ή το φρίσμπι μου αν στο ζητήσω. Εδώ είναι ιδιωτικό νοσοκομείο δεν είναι μπουρδέλο σαν το «…»(όνομα δημόσιου νοσοκομείου), οι ασθενείς πληρώνουν εκατοντάδες ευρώ τη βραδιά και απαιτούν υπηρεσίες. Αν σε ρωτήσει κανείς του νοσοκομείου ποιος σκατά είσαι εσύ, θα του πεις ότι είσαι απλά φοιτητής και με βοηθάς. Γκεγκε?»

Ο καθηγητής μπορεί να είναι λίγο χύμα αλλά είναι ξηγημένος άνθρωπος και χαλαρός με τους φοιτητές. «Γκεγκε» του απάντησα.

«Θα αναλάβεις μόνο μία από τις δύο γωνίες του ορόφου» μου είπε. «Διάλεξε μία».

Η κάθε γωνία είχε 3 θαλάμους. Απ’ότι μου είπε στους θαλάμους της δεξιάς γωνίας υπήρχαν μόνο γεροντάκια ενώ στης αριστερής γωνίας υπήρχαν 3 σχετικά νεαρά άτομα. Προτίμησα τη γωνία με τα νεαρά άτομα γιατί οι ηλικιωμένοι όσο αξιαγάπητοι και να είναι θα έχουν ένα κάρο ασθένειες κι όταν συντάσσεις τα ιστορικά τους καταλήγεις να φτιάχνεις ένα φάκελο σε μέγεθος τηλεφωνικού καταλόγου με τις εγχειρήσεις που έχουν κάνει και τις αρρώστιες που έχουν περάσει. Κατοχύρωσα λοιπόν την αριστερή γωνία. Οι υπόλοιποι θάλαμοι του ορόφου είχαν μοιραστεί στη ζούλα σε φοιτητές που είχαν πάει παρακαλετά τελευταία στιγμή όπως εγώ για να καλύψουν εφημερίες.

Η αριστερή γωνία που ήταν πλέον δικιά μου είχε 3 πόρτες, μία σε κάθε τοίχο. Πίσω από κάθε πόρτα βρισκόταν ένας θάλαμος με έναν μόνο ασθενή, τα δωμάτια ήταν μονόκλινα. Αυτά είναι τα μεγαλεία των ιδιωτικών νοσοκομείων, όχι όπως στα δημόσια όπου σε ένα θάλαμο που χωράει 3, χώνουν 6 ασθενείς κι άλλους 4 σε ράντζα στο διάδρομο.

Ανοίγω την πρώτη πόρτα και μπαίνω.

Το κρεβάτι ήταν άδειο και ξέστρωτο, η πόρτα του μπαλκονιού ανοιχτή με την κουρτίνα να ανεμίζει. Στο μπαλκόνι (ναι τα δωμάτια είχαν ΚΑΙ μπαλκόνι) βρισκόταν ένας μαυριδερός νεαρός γύρω στα 20, μάλλον τσιγγάνικης καταγωγής, με ξεφτισμένα τατουάζ στον πήχη, κόκκινα μάτια να πίνει Milkoμπούκαλο. Όταν τον έβαλα να ξαπλώσει, ανέδυε μια έντονη μυρωδιά καπνού.

Ο ασθενής αυτός με έκανε να αναθεματίσω την ώρα και τη στιγμή που διάλεξα τη γωνία με τα νεαρά άτομα. Γόνος πλούσιων αθίγγανων, ήταν από τα πιο κακομαθημένα πλάσματα που έχω συναντήσει. Ήταν αγενείς με τους πάντες, παραπονιόταν στους γονείς του για πράγματα όπως «μπαίνει πολύ νωρίς η καθαρίστρια στο δωμάτιο και με ξυπνάει» ή «το μπαλκόνι δε βλέπει στη θάλασσα», ενώ όταν από απροσεξία δική του χύθηκε καυτός καφές πάνω του, νευρίασε και πέταξε όλο το δίσκο με το πρωινό πάνω στη νοσοκόμα που του τον έφερε.

Με αυτό το μπουμπούκι δε μπορούσα να βρω κανένα σημείο συνεννόησης, μου έβγαλε την πίστη, παραπονιόταν ότι πόναγε όταν τον τρύπαγα, μου λύγιζε τα ακουστικά με τον κίνδυνο να αχρηστευθούν, μου έκρυψε το μπλοκάκι με τις σημειώσεις. Το μαλακισμένο μου είχε σπάσει τα νεύρα, έψαχνα τρόπους να ρίξω στον ορό του λίγο χλωρίνη ή κάτι τελοσπάντων να το κάνω να φανεί σαν ατύχημα μπας και ησυχάσουμε.

Το κακομαθημένο το επισκέφτηκα 3 απογεύματα. Το δεύτερο από τα 3 απόγευματα συνέβη ένα καθοριστικό σκηνικό για τη μετέπειτα σχέση μου μαζί του. Ο καθηγητής μού είχε πει να μην κυκλοφορώ πολύ στους διαδρόμους του νοσοκομείου αν δεν μου έχει αναθέσει αυτός κάποια εργασία, γιατί δεν ανήκα στο νοσηλευτικό προσωπικό, ήμουν εκεί από σπόντα, οπότε είχα βγάλει την ποδιά είχα πιάσει μια γωνιά στα Flocafe με θέα το ιδιωτικό πάρκινγκ με το αμάξι μου όπου χρέωναν τη θέση στάθμευσης λες και βάζεις το αμάξι σου να κοιμηθεί σε ξενοδοχείο 4 αστέρων με σπα και τζακούζι, έπινα μια Amita και διάβαζα για το μάθημα της Παρασκευής.

Κάποια στιγμή κατέβηκε το κακομαθημένο κι έκατσε σε ένα τραπέζι πλάγια πίσω μου. Προσπαθούσε να μου πιάσει την κουβέντα αλλά απαντούσα κοφτά και μονολεκτικά γιατί δεν είχα καμία όρεξη να του μιλήσω. Σε κάποια φάση βαρέθηκε κι άρχισε να μου φτύνει νερά με το καλαμάκι. Μιλάμε για τέτοιο κωλόπαιδο. Για τα επόμενα 5 λεπτά κάναμε σαν παιδιά του δημοτικού, του φώναζα έλα κόφτο, αυτός έλεγε εντάξει σταματάω αλλά συνέχιζε, μετά εγώ πάλι κόφτο, μετά δως του αυτός φσσστ τα νερά με το καλαμάκι μέχρι που έτσι όπως είχε γύρει με την καρέκλα και στηριζόταν στα 2 της πόδια τον έσπρωξα κι έφυγε πίσω στον πάγκο με τα κρουασάν. Μη φανταστείς ότι έκανα κανα τρελό τσαμπουκά, το κακομαθημένο ήταν πιο μικρός σε ηλικία από μένα, πιο ψηλός αλλά πολύ πιο αδύνατος. Τον είχα.

Σηκώθηκε τσαντισμένος και με απείλησε ότι θα βάλει να με απολύσουν. The joke’s on you buddy, I don’t work here!

Δεν ήθελα όμως να πει τίποτα στον καθηγητή, γιατί αν μάθαινε ότι κακοποίησα πλούσιο ασθενή του και μάλιστα σε νοσοκομείο όπου δε θα έπρεπε να βρίσκομαι θα με είχε πνίξει με το στηθοσκόπιό μου, οπότε (και δώσε βάση να θαυμάσεις την εξυπνάδα του phantom ) τον απείλησα ότι αν δεν αλλάξει συμπεριφορά θα δώσω τις εξετάσεις αίματός του στην αστυνομία και θα τον πάνε μέσα για χρήση κάνναβις, την οποία μάλιστα ξέρω ότι κάνει μέσα στο νοσοκομείο!

Now, how did I know ότι ο τύπος έκανε μπάφους? Κάνε ένα φλασμπάκ στο σημείο όπου σου διηγούμουν τι είδα όταν άνοιξα την πόρτα του: σου είπα ότι τον είδα στο μπαλκόνι με κόκκινα μάτια, τατουάζ, να πίνει Milkoμπούκαλο και αναδύει μια έντονη καπνίλα. Η συναναστροφή μου με λογιών λογιών μπουμπούκια μού έχει μάθει πως οι μπαφιάρηδες μετά τις τζίβες τους έχουν μια έντονη επιθυμία για σοκολάτα και συνήθως πίνουν Milkoμπούκαλο. Είναι κοινή συνήθεια ανάμεσά τους. Με τους μπάφους κοκκινίζουν τα μάτια σου και βρωμοκοπάς χαρακτηριστική μυρωδιά καπνίλας που μια φορά αν τη μυρίσεις δεν την ξεχνάς ποτέ. Τα τατουάζ συνέβαλαν στην εδραίωση αυτής της παρατήρησης μιας και δείχνουν άτομο εύκολα παρασυρόμενο από τις μόδες της εποχής κι επιρρεπή στους πειραματισμούς.

Μπλόφαρα με τις εξετάσεις αίματος, γιατί δεν του είχαμε κάνει τοξικολογικές αλλά ο μικρός ψάρωσε. Όταν πήγα να τον επισκεφτώ το επόμενο απόγευμα είχε μεν ύφος αφ’υψηλού αλλά δε μου μίλησε καθόλου. Απ’ότι έμαθα δεν ασχολήθηκε έκτοτε ούτε με το νοσηλευτικό προσωπικό, ούτε ενόχλησε κανέναν άλλον, έκατσε απλά στα αυγά του.

Όχι που θα κουνηθεί κανείς στον phantom!


Ξεκαβαλάω το καλάμι και πάμε να σου πω για τη δεύτερη πόρτα.

Άνδρας πάνω από 35 με όζους στην τραχεία προερχόμενους κατά 90% από το κάπνισμα το οποίο ξεκίνησε στα 12. Στα 12 ρε φίλε! Που εγώ στα 12 μου ο μόνος εθισμός που είχα ήταν το υπερβολικό Nesquik που έριχνα στο γάλα και προσπαθούσα να το μειώσω γιατί είχα παχύνει και δε μπορούσα να κάνω κωλοτούμπες στη γυμναστική. Ο τύπος 20τόσα χρόνια ήταν μανιώδης καπνιστής, δυο πακέτα την ημέρα και βάλε. Μαζί στο δωμάτιο ήταν πάντα η μικρή αδερφή του με κόκκινα μάτια (όχι από μπάφους) αλλά επειδή συνεχώς μισόκλαιγε από την ανησυχία για τον αδερφό της.

Στο δωμάτιο του άνδρα πήγα 4 απογεύματα. Χρειαζόταν μόνο να του ξαναπάρω ιστορικό και να ακροαστώ τους πνεύμονές του (κάτι που είχα τελειώσει από την πρώτη μέρα) αλλά ξαναπήγαινα και τις επόμενες γιατί κάναμε ωραίες συζητήσεις –συν το ότι δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορώ στους διαδρόμους ενώ στα Flocafe ένιωθα να με κοιτάζουν παράξενα με βλέμματα «what kind of sick person έρχεται στα νοσοκομεία και πίνει καφέ μόνος του διαβάζοντας?»-. Ήταν πλουσιόπαιδα κι αυτός κι αδερφή του, αλλά καθόλου κακομαθημένα, μου μιλούσαν κυρίως για τα ταξίδια τους κι εγώ τους έλεγα ιστορίες από τα νοσοκομεία.

Για κάτι τέτοιους ασθενείς χαίρεσαι που είσαι γιατρός. Συνήθως κάναμε πλάκα, του είχα φέρει φάρσες από την Ελληνοφρένεια και τις ακούγαμε στο κινητό μου. Τα τελευταία 2 απογεύματα όμως αντιλήφθηκε ότι ήμουν πεσμένος ψυχολογικά. Ήταν μια στιγμή που χάζευα στο μπαλκόνι του, είχα ξεχαστεί στις σκέψεις μου, είχα σουφρώσει τα χείλη και σκεφτόμουν διάφορα στενάχωρα. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα μου χωρίς να τον καταλάβω.

«Τι έχεις?» με ρώτησε και με έσφιξε στον ώμο.

«Τίποτα είμαι απλά κουρασμένος».

«Πες ρε μαλάκα, κάτι έχεις, αφού τα έχεις βάψει μαύρα. Τι σε στεναχωρεί?»

«Ε γιατί στεναχωριούνται συνήθως τα αγόρια της ηλικίας μας?» του λέω.

«Επειδή πήγε ο Σπανούλης στον Ολυμπιακό?»

Γέλασα δυνατά. Να γιατί τον συμπάθησα, έχει χιούμορ κι είναι και βάζελος.

«Κορίτσι?» με ξαναρωτάει.

Έγνεψα.

Δε ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες, κατάλαβε ότι προτιμούσα να τις κρατήσω για τον εαυτό μου. Χωρίς να του πω τίποτα, ο τύπος κατάλαβε αρκετά.

«Ένα θα σου πω για τις σχέσεις» μου είπε. «Όταν κάποιος απομακρύνεται στα ξαφνικά, με ευκολία και χωρίς εξηγήσεις, τότε ίσως σημαίνει ότι δεν ήταν ποτέ εκεί πραγματικά»….


 Ο τύπος εκτός από τις βαθυστόχαστες απόψεις του περί σχέσεων έλεγε και ωραία ανέκδοτα τύφλα να’χει ο Dreiko. Παίζει και να είναι ένας από τους all time favourite ασθενείς μου!

Αλλά there is always a catch. Ο τύπος έπρεπε να κόψει το κάπνισμα. Επειγόντως.  Έφαγα 3 ώρες ένα απόγευμα να του εξιστορώ πώς το έκοψα εγώ, τον έβαλα να διαβάσει από το κινητό και το σχετικό ποστ μου, του έλεγα ότι είναι απλά συνήθεια, μαϊμουδίζεις τους άλλους, τζάμπα λεφτά, σκέτος καρκίνος. Τίποτα, στεναχωριόταν, εκνευριζόταν και κλεινόταν στον εαυτό του κάθε φορά που λέγαμε για το τσιγάρο. Ήταν σε όλα συζητήσιμος εκτός από αυτό. Κάπνιζε ακόμα και στο θάλαμό του και απέφευγε τα κλαμένα μάτια της σιωπηλής αδερφής του τα οποία έμοιαζαν να τον εκλιπαρούν να σταματήσει να φουμάρει.

Στην προτελευταία μου επίσκεψη στο θάλαμό του θες λίγο οι φωτογραφίες κατεστραμμένων πνευμόνων από το κάπνισμα που του είχα εκτυπώσει από το internet, θες τα πρόσφατα αποτελέσματα της βιοψίας του όζου του η οποία προμήνυε πολύ άσχημη εξέλιξη αν το συνέχιζε (θες ότι δασκάλεψα τον καθηγητή μου να του τρίξει τα δόντια ότι κινδυνεύει να πεθάνει άμεσα μπας και τον τρομοκρατήσει λίγο και το κόψει) καταφέραμε να τον πείσουμε να δοκιμάσει να το κόψει.

Το τελευταίο απόγευμα που άνοιξα την πόρτα του θαλάμου του τον βρήκα πάλι στο μπαλκόνι να καπνίζει. Η αδερφή του ήταν μέσα και μισόκλαιγε. «Δεν σνιφ το σνιφ κόβει σνιφ» μου είπε.

Τον κοίταξα στα μάτια απογοητευμένος, προδομένος χωρίς να μιλήσω. Απέστρεψε το βλέμμα του, κοίταξε κάτω κι έκανε άλλη μια ρουφηξιά. Εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν μπορείς να τους σώζεις όλους, γιατί απλά οι άνθρωποι κάνουν του κεφαλιού τους. Μπορείς απλά να τους προειδοποιείς και μετά να συμμαζεύεις ό,τι μπορείς να συμμαζέψεις. Αυτή είναι όλη η ουσία της ιατρικής.


Όταν τον χαιρέτησα δεν του κρατούσα κακία που με απογοήτευσε και δε μπόρεσε να το κόψει. Τον αποχαιρέτησα εγκάρδια κι ο συμπαθής καπνιστής μού είπε πως η αδερφή του, η οποία εκείνη την ώρα είχε βγει από το δωμάτιο, του είπε ότι ήθελε το τηλέφωνό μου. Ό,τι κουβέντες είχα ανταλλάξει μαζί της αφορούσαν μόνο την υγεία του αδερφού της και τα τυπικά καλημέρα καλησπέρα, όλα μαζί ζήτημα να διήρκησαν 10 λεπτά. Δεν θεωρώ ότι είμαι τόσο γοητευτικό αγόρι, είμαι σίγουρος πως η άσπρη ποδιά είναι που εντυπωσιάζει, really ο χασάπης της γειτονιάς μας να δεις τι σέξι δείχνει. Δεν του το έδωσα γιατί a.Im in a relationship (although μάλλον μόνο εγώ το πιστεύω αυτό)  και b. Ποιός θα άντεχε μια γυναίκα που μισοκλαίει συ-νέ-χει-α? Θα φεύγεις από το σπίτι και θα πηγαίνεις έστω και σε μνημόσυνα για να ανοίξει λίγο η καρδιά σου.


Τρίτη πόρτα.

Πίσω από την τρίτη πόρτα βρήκα μια τετραμελή οικογένεια. Ασθενής ήταν μόνο ο πατέρας μεγαλοστέλεχος επιχείρησης που νοσηλευόταν για μια καρδιακή πάθηση η οποία δε μας ενδιαφέρει γιατί κατά την διάρκεια των επισκέψεών μου σε αυτό τον θάλαμο την παράσταση την έκλεψαν τα παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, 12 και 10 ετών αντίστοιχα, τα οποία είχαν έρθει απλά να κάνουν παρέα στον μπαμπά τους.

Όσο βρισκόμουν στο θάλαμό τους ο ξαπλωμένος ασθενής πατέρας κι η κομψά ντυμένη (με ταγιέρ που φωνάζει είμαι καριερίστρια) μητέρα συντόνιζαν τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών. Όσο μπόρεσα να κρυφακούσω (shame on me) καθώς έκανα το καρδιογράφημα και συμπλήρωνα στοιχεία που έλειπαν από το αρχικό ιστορικό, ο πατέρας ασχολιόταν με το γιό τον οποίο τον είχε γράψει σε ποδόσφαιρο, καράτε, κιθάρα και αγγλικά, ενώ η μάνα ασχολιόταν με τη μικρή που ήταν γραμμένη σε μπαλέτο, καράτε (obviously κοινό και στα 2 φύλα), γαλλικά, πιάνο. Κάθε απόγευμα γύρω στις 5 ερχόταν κάποιο πεθερικό και μάζευε τα μικρά να τα διανείμει στις δραστηριότητές τους στα βόρεια προάστια.

Give them a break, they’re only children! Με αυτή τη φαμίλια δεν είχα πολλά πάρε-δώσε αλλά η απλή παρατήρησή τους μου έδωσε τροφή για προβληματισμό (αυτά σκεφτόμουν όσο καθόμουν μόνος στα Flocafe του νοσοκομείου τις στιγμές που βαριόμουν να διαβάσω). Γενικά έχω την άποψη ότι οι γονείς επενδύοντας συναισθηματικά στα παιδιά τους καταλήγουν να τα βλέπουν σαν προεκτάσεις του εαυτού τους, σαν βελτιωμένες version τους. Αυτού του είδους οι υπερ-προστατευτικοί γονείς υιοθετούν μια ναρκισσιστική οπτική για τα παιδιά τους έτσι ώστε κάθε φορά που ένα παιδί δείχνει μια μικρή κλίση σε κάτι αυτοί το αποθεώνουν. Ο μικρός Γιαννάκης γρατζούνισε μια κιθάρα? Θα γίνει κιθαρίστας. Η μικρή Αννούλα τρέχει γρήγορα στο κρυφτό? Θα γίνει πρωταθλήτρια στον στίβο. Να μη μάθει και καράτε το παιδί για αυτοάμυνα? Ας το γράψουμε και καράτε. Να μην ξέρει αγγλικά και γαλλικά? Να ξέρει. Να μην μάθει και κομπιούτερ? Να μάθει. Μέχρι που το παιδί παθαίνει overdose και καταλήγει είτε παραιτημένος απ’όλα μπαφιάρης να παίζει μόνο DOTA είτε ξέκωλο να έχει πλατινέ μαλλί, να φοράει χαμηλοκάβαλα τζιν και να γυρίζει με όποιον έχει πειραγμένο μηχανάκι για να νιώσει λίγο στοργή κι επιβεβαίωση καθώς την πηδάνε.

Parents, βάλτε το καλά στο μυαλό σας, η παιδική ηλικία είναι πολύτιμη, το παιδί δε χρειάζεται να βγει Κεντέρης, Αϊνστάιν ή Μαρία Κάλλας, ούτε να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του στα 15 και να τον παντρευτεί στα 18 όπως κάνατε εσείς. Enough με τους στόχους, τις προσδοκίες και τα χρονοδιαγράμματα. Το παιδί πρέπει απλά να διαβάζει πολύ και να παίζει πού και πού. Και πάνω απ’όλα να νιώθει ότι το αγαπάτε.

Κι η ζωή θα πάρει το δρόμο της. Αλλιώς ξαμολάτε στην κοινωνία παιδιά με άγχη, κόμπλεξ και σύνδρομα και τους γαμάτε το αύριο.


Το τελευταίο μου απόγευμα στην ιδιωτική κλινική ήταν απόψε. Φεύγοντας κατέβηκα με το ασανσέρ στο υπόγειο και βγήκα στην είσοδο της Μ.Ε.Θ. (μονάδα εντατικής θεραπείας) για να βρω τον καθηγητή μου να μου υπογράψει ότι έκανα τις εφημερίες. Σε κάποια φάση άκουσα φωνές. Πλησίασα κι είδα έναν 60αρη να βρίζεται με τον καθηγητή μου. Damn it, μη μου τον συγχύζετε πάνω που θέλω μόνο να μου υπογράψει τις εφημερίες για να ξεμπερδεύω από εκεί!

Ο 60άρης έφυγε περνώντας φουριόζος δίπλα μου, άφησα να περάσουν 5 λεπτά χωρίς να με δει ο καθηγητής για να ηρεμήσει λίγο και μετά πήγα και του ζήτησα να μου υπογράψει. Φεύγοντας είπα να κάτσω μόνος μου να πιω μια τελευταία Amita στους αναπαυτικούς δερμάτινους καναπέδες των Flocafe του νοσοκομείου. Ρούφαγα από το καλαμάκι μου με θέα το αμάξι μου στο 5 αστέρων πάρκινγκ απέναντι προσηλωμένος στο βιβλίο του μαθήματος της Παρασκευής. Μετά από λίγο παρατήρησα με την άκρη του ματιού μου ότι στο τραπέζι δίπλα μου είχε κάτσει ο 60άρης που βριζόταν με τον καθηγητή.

Τον αγνόησα αλλά τον είδα που μου έριχνε κλεφτές ματιές. Κάποια στιγμή δεν άντεξε, γύρισε και μου μίλησε.

«Γιατρός είσαι παιδί μου?» μου είπε διστακτικά.

«Φοιτητής βασικά».

«Ο άλλος ο μαλάκας, καθηγητής σου είναι?»

«Εμμ, ναι.»

Τον ρώτησα γιατί τσακώνονταν. Είμαι κουτσομπόλα, I know, deal with it. Ο 60άρης μου εξήγησε ήρεμα ότι ο πατέρας του ετών 80κάτι έπαθε βαρύ εγκεφαλικό κι έπεσε σε κώμα. Τον έφεραν στο ιδιωτικό νοσοκομείο και τους χρέωναν 1300 ευρώ τη βραδιά για ένα κρεβάτι στη ΜΕΘ. Κάποιο βράδυ ο ηλικιωμένος ασθενής κατέληξε, ήταν εγκεφαλικά νεκρός αλλά τα ζωτικά του όργανα λειτουργούσαν κανονικά. Οι γιατροί τον κρατούσαν καλωδιωμένο παρόλο που 3 γιατροί είχαν πει ότι ο ασθενής δε θα επανέλθει. Τα μάταια βράδια κυλούσαν μαζί με τα 1300 ευρώ τη βραδιά.

Κάποιο βράδυ, ο 60άρης ο οποίος είχε χρεωθεί για να πληρώνει τους υπέρογκους λογαριασμούς του ιδιωτικού νοσοκομείου που συνεχώς αυξάνονταν, έπιασε τον καθηγητή μου και τον κατηγόρησε ότι κρατάνε καλωδιώμενο τον πατέρα του μόνο και μόνο για να παίρνουν τα 1300 ευρώ. Ο καθηγητής μου κατηγόρησε τον 60άρη ότι θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του επειδή τσιγκουνεύεται τα λεφτά.

«Ήθελα να τον πνίξω τον μαλάκα μόλις το άκουσα αυτό, πώς τόλμησε να πει κάτι τέτοιο?» είπε.

Δεν ξέρω ποιός είχε δίκιο, δεν ξέρω τι έπρεπε να πω, ήμουν εξαντλημένος, κουρασμένος κι αγχωμένος και σε κάτι τέτοια σκηνικά κανείς δεν μπορεί να ξέρει προς ποιά μεριά γέρνει η πλάστιγγα της αλήθειας και του δίκαιου. Τον παρηγόρησα όπως όπως, ρούφηξα τα τελευταία υπολείμματα της Amita μου, βγήκα, πλήρωσα τη διαμονή του αυτοκινήτου μου στο Hilton-«ΠΑΡΚΙΝ» κι άναψα τη μηχανή.

Φεύγοντας κοίταξα από τον καθρέφτη μου το φωταγωγημένο νοσοκομείο να δεσπόζει επιβλητικά πίσω μου με τα περισσότερα παραθυράκια του φωτισμένα στο φόντο του σκοτεινού ουρανού. 3 πόρτες, 3 διαφορετικές οικογένειες, 3 διαφορετικές ιστορίες. Κι άλλη μία μπόνους ιστορία στην καφετέρια Flocafe του νοσοκομείου.

Και παρά όλα αυτά, παρόλο που διαπίστωσα ότι υπάρχουν άνθρωποι με πολύ σοβαρότερα προβλήματα, άγχη και ανησυχίες, η δική μου μελαγχολία των τελευταίων ημερών δεν έλεγε να φύγει, cause I miss someone sooo much it fucking makes me wanna scratch my eyes out and eat them. Πάω να πνιγώ στα βιβλία μου και να πεθάνω.




11 Ιουλ 2010

Ο καθρέφτης



Το τραγούδι αφιερωμένο σε σένα που ακόμα δε θες να παραδεχτείς ότι με αγαπάς.






















"Όταν πάψουμε να βλέπουμε τους ανθρώπους μέσα από τον καθρέφτη της ανασφάλειας, των προκαταλήψεων και του εγωισμού μόνο τότε θα δούμε τον πραγματικό τους εαυτό κι όχι αυτό που φοβόμαστε ότι θα γίνουν, και μόνο τότε οι σχέσεις μας μαζί τους θα πάψουν να είναι ατελείς, θολές και στρεβλωμένες."
-Παπα Στρουμφ-


9 Ιουλ 2010

Scrabble trouble




Ίσως σοκαριστείς αλλά εγώ θα στο πω ούτως ή άλλως. Προσπάθησε να φανείς γενναίος.

Τις τελευταίες μέρες παίζω Scrabble στο Facebook.

(Βαθιά κοφτή ανάσα σοκ και δέους)

Η ζωή μου είναι πολύ συναρπαστική, I know. Για μια μεγάλη περίοδο έπαιζα φατσαμπουκο-πόκερ με τέτοια μανία λες κι ήμουν ο Τζέμις Μποντ στο Casino Royal, μέχρι που έχασα όλα μου τα λεφτά σε μια σίγουρη παιξιά κι έκτοτε το παράτησα γιατί βαριέμαι να ξαναμαζεύω τα εικονικά εκατομμύρια μου. Τις τελευταίες μέρες ανάμεσα στα διαλλείματα διαβάσματος και στην ερωτική απογοήτευση εκεί που έψαχνα κάτι να ξεχαστεί το μυαλό μου είδα μια πρόσκληση για το Scrabble. Πφ ποιος παίζει Scrabble στην εποχή μας? σκέφτηκα.

Apparently me, thats for sure.

Αρκούσε ένα παιχνίδι για να εθιστώ. Προκαλείς ένα φίλο σου ή βάζεις τον υπολογιστή να σε γλιτώσει από τον κόπο να διαλέξεις και παίζεις με κάποιον τυχαία. Έχεις μια ολόκληρη μέρα στη διάθεσή σου να τοποθετήσεις τη λέξη σου στα τετραγωνάκια, μπορείς να τη βάλεις μετά από ένα λεπτό μέχρι μετά από 24 ώρες. Μετά είναι η σειρά του επόμενου παίκτη να βάλει τη δικιά του λέξη κι αυτός σε χρονικό περιθώριο μιας μέρας. Οπότε όπως καταλαβαίνεις ένα παιχνίδι μπορεί να διαρκέσει βδομάδες! Θα μπορούσες να το παρομοιάσεις με αργό πινγκ-πονγκ αλλά με λίγο περισσότερο ενδιαφέρον.

Αυτό το απλό παιχνιδάκι τις τελευταίες μέρες έχει φωτίσει τη μίζερη ύπαρξή μου παρόλο που έχει τα εξής 3 τεράστια μειονεκτήματα: α) παίζεις μόνο στα Αγγλικά β) δεν παίζεις στο ίδιο δωμάτιο με τον άλλον και γ) με τόσο πολύ χρόνο που έχεις στη διάθεσή σου όταν είναι η σειρά σου, είναι πολύ δελεαστικό (και εύκολο) να κλέψεις.

Σιγά μη δεν παρασυρόμουν να κλέψω. Έχω λιγότερη αντίσταση στον πειρασμό κι από υπέρβαρη μπροστά σε σουφλέ σοκολάτας, από παιδεραστή μπροστά στη Bebe Lillie, από καλόγερο μπροστά σε αμούστακο μαθητευόμενο μοναχό. Ναι το παραδέχομαι,ενέδωσα στον πειρασμό κι έκλεψα.

(Βαθιά κοφτή ανάσα σοκ και δέους)

Get over it now και πάμε να το αναλύσουμε. Υπάρχουν δύο ειδών κλεψιές στο φατσαμπουκοScrabble.  Η «απλή» και η «χοντρή» (η τελευταία λέξη έχει τη ρίζα της από τη φράση «Ρε μαλάκα το χόντρυνες»). Η «απλή» έγκειται στο να ψάχνεις στο λεξικό για πιθανούς συνδυασμούς πριν τοποθετήσεις κάθε λέξη στα τετραγωνάκια. Αν έπαιζες κανονικό Scrabble κι ο άλλος σε έβλεπε να ψαχουλεύεις στο λεξικό υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες α. να σου έπαιρνε το λεξικό από τα χέρια, β. να σου έπαιρνε το λεξικό από τα χέρια και να στο έβαζε κάπου αλλού ή γ. να ξεσπούσε σε φωνές κατηγορώντας σε ότι πάντα τέτοιος ήσουν, κλέφτης και απατεώνας, και πως δε μπορεί να βασιστεί πάνω σου και υποφέρει σ’αυτή τη σχέση και πρέπει να χωρίσετε οριστικά αυτή τη φορά κι ότι επειδή είσαι τέτοιο αχάριστο, ανεπρόκοπο και ψεύτικο γουρούνι σου λέει ότι πηδήχτηκε με τον κολλητό σου, τον κομμωτή σου, τον γκέι συμμαθητή σου, ένα ναρκομάνη με AIDS και κονδυλώματα που ψάρεψε στην Ομόνοια και με το σκύλο σου.

Στο φατσαμπουκοScrabble όμως δεν υπάρχουν τέτοιοι κίνδυνοι, καθώς η χρήση του λεξικού ενθαρρύνεται έχοντας η ίδια η εφαρμογή από μόνη της ένα virtual λεξικό στο πλάι. Οπότε αρχικά της έδωσα και κατάλαβε της «απλής» κλεψιάς. Δοκίμαζα παράξενες λέξεις-σιδηρόδρομους στη μπάρα του λεξικού, κατά προτίμηση με X και Z για περισσότερους πόντους,  και μετά πάταγα validate και περίμενα αν θα μου εγκριθεί η λέξη έχοντας περισσότερη αγωνία κι από μετανάστη που περιμένει να εγκριθεί η πράσινη κάρτα του για την παραμονή του στη χώρα.

Come on λεξικό, πέτα μου έστω ένα κόκαλο! Όταν πελάγωνα δοκίμαζα μέχρι και περίεργα ονόματα φαρμάκων που ήξερα όπως Utrogestan, Zoloft, Zeclaren αλλά δεν τα δεχόταν η Αυτού Μεγαλειότης το Λεξικό. Fuck you λεξικό, I won’t do what ya tell me! (φώναζα όπως φώναζαν κι οι RATM στο killing in the name ofminus τη λέξη λεξικό).

Η «απλή» κλεψιά μπορεί να μη θεωρείται κλεψιά-κλεψιά, μιας κι η εφαρμογή από μόνη της έχει φάτσα-φόρα το λεξικό στο πλάι, αλλά όταν κάθεσαι και απλά πληκτρολογείς τυχαία γράμματα στη μπάρα του λεξικού μέχρι να σου εμφανίσει έγκυρες κάποιες κουλές όπως τα amie, gyved, taft ή zex, τότε το παιχνίδι χάνει το νόημά του. Και καταλήγεις να νιώθεις ένα μεγάλο κενό ματαιότητας κι ασημαντότητας μέσα σου.

Η αρχή όμως είχε γίνει, κι η σχέση μου με το Scrabble από κει κι έπειτα άρχισε να παίρνει την κατιούσα. Αναπόφευκτα κάποια στιγμή το γύρισα στο «χοντρό» κλέψιμο. Ξεκίνησα με έναν online anagram generator, σαν κι αυτόν: http://www.anagrammer.com. Βάζεις τα γράμματα που σου έχουν τύχει και σου αποκαλύπτει τους πιθανούς συνδυασμούς, για παράδειγμα με τα γράμματα OTBGFHE σου εμφάνιζε τις υπαρκτές λέξεις: BEFOG, HEFT, BETH, BOTH, FEH, FOH κ.ο.κ. you get the point. Μπορούσα στη συνείδησή μου να δικαιολογήσω αυτή τη μικρή βοήθεια σκεφτόμενος απλά ότι ο generator μου έδινε μια απαλή ώθηση να θυμηθώ λέξεις που είχα «στην άκρη της γλώσσας μου», δε θεωρείται φοβερή κλεψιά αυτό ε? Εξάλλου μια μεγάλη σπάνια λέξη στο Scrabble είναι κάτι πολύ όμορφο. Και ποιός είμαι εγώ να στερήσω την ομορφιά αυτή από τον κόσμο?

Φυσικά δεν έμεινα μόνο εκεί. Αν είναι να κάνεις κάτι, θα πρέπει να το κάνεις σωστά. Έτσι ανακάλυψα ένα πρόγραμμα το scrabblesolver, όπου τοποθετείς τα γράμματα ακριβώς στα ίδια τετραγωνάκια που βρίσκονται και στην παρτίδα Scrabble που παίζεις και αφήνεις αυτό να μαντέψει τους καλύτερους πιθανούς συνδυασμούς, σύμφωνα και με τα γράμματα που έχουν τοποθετήσει κι οι υπόλοιποι λαμβάνοντας υπόψιν και την αξία κάθε γράμματος ή τον πολλαπλασιαστή που τυχόν έχει το τετραγωνάκι στο οποίο την τοποθέτησες. Στον κόσμο της κλεψιάς αυτό ήταν όσο πιο «χοντρό» γινόταν, αλλά for my defense –για να κρατήσω και λίγο τα προσχήματα- συνήθως δεν τοποθετούσα τη νούμερο ένα επιλογή που μου πρότεινε αλλά κάτι ελαφρώς υποδεέστερο, σκανάριζα δηλαδή τη λίστα με τις προτεινόμενες λέξεις και τοποθετούσα κάτι που θα μπορούσα να είχα σκεφτεί από μόνος μου.

Βασικά η μόνη πνευματική δραστηριότητα που ασκούσα παίζοντας Scrabble ήταν μόνο αυτό. Να διαλέγω ένα πιστευτό ψέμα, κάτι το οποίο θα αποδεχόταν η ελαφρώς διεφθαρμένη συνείδησή μου. Κέρδιζα κάθε φορά.

Προσηλύτισα και 2 συμφοιτητές μου με τους οποίους κάναμε επικά τουρνουά. Στα 2-3 πρώτα παιχνίδια τους πήρα τα σώβρακα. Μετά όμως άρχισαν μυστηριωδώς να με ανταγωνίζονται κι αυτοί, ανακάλυπταν σπάνιες λέξεις με 7 γράμματα και τις τοποθετούσαν σε καίριες θέσεις σε τετραγωνάκια που τριπλασιάζουν την αξία της λέξης και διπλασιάζουν την αξία του γράμματος, ενώ σκαρφίζονταν και ύπουλες λέξεις του στυλ AA , SAE, DE που μόνο τα κυκλώματα ενός υπολογιστή θα μπορούσαν να σκεφτούν.

Wtf, τόσο έξυπνους συμφοιτητές έχω? Ο ένας ακούει μέρα-νύχτα Κιάμο κι ο άλλος μέχρι πέρσι έπαιζε Yu-Gi-Oh. Hardly ενδεικτικά στοιχεία για άτομα με νοημοσύνη και κοινωνική ζωή.

And then it hit me. Χρησιμοποιούσαν κι αυτοί το Scrabblesolver! The motherfuckers! Εκνευρίστηκα παρόλο που όταν εγώ χρησιμοποιούσα το scrabblesolver, αυτοί μάθαιναν ακόμα τους κανόνες του Scrabble. Είχαμε εξελίξει ένα απλό επιτραπέζιο παιχνίδι σε μια 100% full scale μονομαχία υπολογιστή εναντίον υπολογιστή, με εμάς να αποτελούμε απλές μαριονέτες που το μόνο που έκαναν ήταν να τροφοδοτούν τα δεδομένα στο κομπιούτερ, ξεγελώντας κανέναν άλλον εκτός από τους εαυτούς μας.

Εντωμεταξύ άρχισε να γίνεται πολύ κουραστικό. Όσο το παιχνίδι προχωρούσε και βάζαμε όλο και πιο μεγάλες, πολύπλοκες και άγνωστες λέξεις που μας τις ψιθύριζε κρυφά στο αυτί ο υπολογιστής, τόσο πιο πολύ χρόνο ξοδεύαμε για να στήσουμε τα γράμματα στο Scrabblesolver. Κάτι που είχε ξεκινήσει σαν ευχάριστη απόσπαση από τη μαύρη καθημερινότητά μου είχε καταλήξει σε βαρετή καταναγκαστική εργασία όπου εισήγαγα τα δεδομένα στον υπολογιστή (το layout της παρτίδας όπως διαμορφωνόταν σε κάθε γύρο), τα έστελνα στο Scrabblesolver και μετά εισήγαγα στην κανονική παρτίδα τα νέα επεξεργασμένα δεδομένα. Όλη η διαδικασία ήταν πιο κουραστική και βαρετή κι από τότε που δούλευα σαν τηλεφωνητής στο 11888 και φαντασιωνόμουν ότι έβγαζα ένα-ένα τα νύχια μου με μια τανάλια μπας και γλιτώσω λίγο από τη βαρεμάρα. Μόνο που εδώ δεν πληρωνόμουν δεκάρα τσακιστή. Hell, ούτε μια ψεύτικη νίκη δε μπορούσα να απολαύσω πλέον αφού χρησιμοποιούσαμε όλοι την ίδια απατεωνιά και τα παιχνίδια ήταν αμφίρροπα.

Κάποια στιγμή επαναστάτησα. Διαολόστειλα το scrabblesolver, τους anagrammers και τα λεξικά, πέταξα από πάνω μου το ρομποτικό ζυγό των δυναστών μου που με είχαν σύρει στο βούρκο της απάτης τους και καθόμουν κι έχανα πανηγυρικά. Δε μου συνέβη κάποια κρίση συνείδησης ή έκρηξη ηθικής. Απλά συνειδητοποίησα τη μία και μοναδική αλήθεια σχετικά με το cheating. Είναι βαρετό. Βα-ρε-τό.

Κάποια στιγμή οι συμφοιτητές και συνάδελφοι στην απάτη το συνειδητοποίησαν, βαρέθηκαν κι έκλεισαν κι αυτοί το Scrabblesolver. Άνοιξα το chat κάτω δεξιά και μίλησα στον έναν.

Phantom: Na sou pw re glwssoplasth, ekana mia psiloapatewnia sto Scrabble.

Συμφοιτητής: Ti ekanes re mafioze?

Phantom: Scrabblesolver.

Συμφοιτητής: Ο ton apatewna!!! Ton kafro!!! Ntroph sou mwrh loumpina tha pesei fwtia na se kapsei!

Phantom: Ki esu re tsoglane pou hkseres olous autous tous glwssodetes? Apo tin upotrofia sou sto Cambridge?

Συμφοιτητής: Kala de me pairnei na kanw ton kinezo. Scrabblesolver file ola ta lefta. Tha paw na koroidepsw kanan allon!!! Rock on!!!

Αυτά κάνουν οι φοιτητές ιατρικής στον ελεύθερο χρόνο τους σε περίπτωση που αναρωτιέσαι. Αν σκεφτόσουν να παντρευτείς κανέναν από εμάς, προλαβαίνεις να αλλάξεις γνώμη. Προσανατολίσου σε κανα πολιτικό μηχανικό. Δεν ξέρω τι χόμπι έχουν αλλά αυτοί τουλάχιστον δε θα αρνούνται να καρφώσουν ένα καρφί στον τοίχο με τη δικαιολογία «τα χέρια μου είναι πολύτιμα, πώς θα πάω στο χειρουργείο αύριο με μπανταρισμένο δάχτυλο?».

No more cheating λοιπόν. Με αυτού του είδους τις απατεωνιές όπως τον τύπο στο Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος που έβηχε τόσες φορές όσες κι ο αριθμός της απάντησης ή τους παίκτες του Ολυμπιακού με τα κάλπικα πρωταθλήματά τους, δε θα πρέπει να θυμώνουμε, απλά θα πρέπει να τους λυπόμαστε.

Όπως και να’χει, πήρα τα @@ μου και στο Scrabble και το παράτησα όπως και το πόκερ. Η προσωπική μου αποστολή να ορίσω τα όρια της ανικανότητας και της αποτυχίας συνεχίζεται. Τουλάχιστον είμαι τίμιος. Ή μήπως θα έπρεπε να πω HONEST? (5Ε διαγώνια, 63 πόντοι).


Υ.Γ.1 Το πρόβλημα που είχαμε με το error message που έβγαινε σε όποιον άφηνε σχόλιο στο προηγούμενο ποστ λύθηκε. Νομίζω.
Αν τυχόν όμως σας βγάλει κάποιο error message (ότι είναι πολύ μεγάλο ή κόλλησε κάπου το java ή είστε πολύ άσχημος) απλά αγνοείστε το, το σχόλιο θα έχει σταλεί κανονικά προς έγκριση και σύντομα θα δημοσιευτεί. Νομίζω.

Υ.Γ.2  Αφιερωμένο το παρακάτω τραγούδι στον πιτσιρικά που με βρήκε στο facebook και μου είπε ότι του αρέσουν οι ιστορίες μου κι ότι θέλει να μου μοιάσει όταν μεγαλώσει λίγο ακόμα. Boy, γιατί θες να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου? Anyway, σαν role model θα σου δώσω μια και μόνο συμβουλή.

 Πίνε γάλα και διάβαζε βιβλία. Life is simple :)

 Btw, it’s nice weather outside I think.


6 Ιουλ 2010

Εσύ ξέρεις γιατί έχεις θυμώσει?




Όταν ένας άνθρωπος θυμώνει (δε μιλάω για απλό εκνευρισμό του στυλ «Φτουουου, πάλι άργησε 5 λεπτά το λεωφορείο», αλλά για αληθινή οργή του στυλ «Ποιανού το σόι είπες ότι θα γαμήσεις ρε?» λες και αν σου πει κάποιος ότι θα σου γαμήσει το σόι υποχρεώνει αυτόματα όλο το γενεαλογικό σου δέντρο να σκύψει, να τα κατεβάσει και να τον περιμένει) σε μια τέτοια κατάσταση λοιπόν όπου εξοργίζεσαι, θολώνεις, κοκκινίζεις και τρέμεις από τα νεύρα λες και είσαι πυρηνικός αντιδραστήρας που υπερφορτώθηκε, σε μια τέτοια έξαλλη κατάσταση full rage, ο οργανισμός σου παράγει κατεχολαμίνες.

Οι κατεχολαμίνες είναι οι ορμόνες αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη και υπερ-παράγονται σε συνθήκες υψηλού stress και θυμού. Οι ορμόνες αυτές εκκρίνονται σε καταστάσεις οργής ή stress και αυξάνουν την καρδιακή παροχή και αρτηριακή πίεση στέλνοντας περισσότερο αίμα στον εγκέφαλο για να κρατήσει τον οργανισμό σε ετοιμότητα και εγρήγορση. Προκαλούν αγγειοδιαστολή στους μύες στέλνοντας και σ’αυτούς αρκετό αίμα, και άρα «δυναμώνοντας» κατά κάποιον τρόπο τον οργανισμό μας. Αυτή η ξαφνική υπερ-αιμάτωση των μυών μπορεί να οδηγήσει σε τρέμουλο. Αν δεις σε κάποιον να τρέμουν τα χέρια του σε τσακωμό δε σημαίνει πως φοβάται, απλά μάλλον είναι ΠΟΛΥ τσαντισμένος. Επιπλέον αυξάνουν το σάκχαρο του αίματος επάγοντας τη διάσπαση γλυκογόνων του ήπατος, ενώ στο λιπώδη ιστό προκαλούν λιποδιάλυση, δηλαδή με απλά λόγια (κι όχι με επιστημονικές ιατρικές αρλούμπες για να σε ψαρώσω) οι κατεχολαμίνες αξιοποιούν κάθε αποθήκη ενέργειας που έχει το σώμα σου για να κρατήσουν τις μπαταρίες του εγκεφάλου σου φουλ φορτισμένες έτσι ώστε να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις στην κρίση οργής. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προκαλούν και διαστολή των βρόγχων στους πνεύμονες (για να λαμβάνεις μεγαλύτερες ποσότητες οξυγόνου), μυδρίαση (διαστολή της κόρης για να βλέπεις καλύτερα), ανόρθωση των τριχών (εξελικτικό κατάλοιπο από τότε που ήμασταν πίθηκοι –η ανόρθωση των τριχών βοηθούσε στο να φαινόμαστε πιο ογκώδεις και άρα πιο τρομακτικοί-), ενώ οξύνονται και τα αντανακλαστικά.

Αν θες λοιπόν να γίνεις υπερ-άνθρωπος το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να θυμώσεις. Πολύ. Ο Hulk είναι το καλύτερο τραβηγμένο παράδειγμα της δράσης των κατεχολαμινών. Κάθε φορά που θύμωνε, φούσκωναν τα μπράτσα του και γινόταν πολύ πιο γρήγορος και πιο δυνατός. Αν γινόταν και κόκκινος αντί για πράσινος το κόμικ θα ήταν ακόμα πιο ακριβές επιστημονικά.

Αυτά τα εκπληκτικά κάνουν οι κατεχολαμίνες λοιπόν. Σε μια τέτοια έξαλλη κατάσταση βρέθηκα πριν αρκετές μέρες όταν εξερράγην κι άρχισα να φωνάζω κατακόκκινος μέσα στο αυτοκίνητο, στη θέση του οδηγού κι ενώ βρισκόμασταν εν κινήσει στον κεντρικότερο δρόμο της Αργυρούπολης. Ο τσακωμός είχε αίσιο τέλος, αλλά ίσως χρειαστεί να κάνω κανα μήνα να ξαναπέρασω από αυτό το δρόμο μιας και οι περαστικοί που έτυχαν να βρίσκονται κοντά εκείνη την ώρα θα έβλεπαν ένα Peugeot με έναν αξύριστο τύπο να γαβγίζει κατακόκκινος  για πράγματα όπως «θα σου κάνω μασάζ και θα βλέπω τηλεόραση ταυτόχρονα, σ’αρέσει δε σ’αρέσει!» ή «εγώ τόσες φορές σου έχω πει ότι μου αρέσει να μου ξύνουν την πλάτη κι εσύ ποτέ δεν το κάνεις!». Αν τσακωνόμαστε για τέτοια χαζά πράγματα τότε μάλλον είμαστε οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι του κόσμου. And yeah I know, phantom sucks big time, sometimes.

Δε θα σου πω όμως για τη δική μου οργή. Θα σου πω για την οργή του φίλου Α. χθες το απόγευμα.

Έχοντας περάσει ένα Σαββατοκύριακο εσώκλειστος στο σπίτι από υπερβολική παραγωγή των ορμονών βαριεστημαρίνη, βλεπωντιβιντόνη και ξυνωαρχιδίαση είπα να πάω μια βόλτα μέχρι την πλατεία της γειτονιάς να δω κανα χριστιανό μπας και θυμηθώ με τι μοιάζουν οι άνθρωποι. Εκεί βρήκα 2 φίλους που είχα να δω αιώνες και με το που με είδαν αφού με έβρισαν ως μουνόδουλο, σταρχιδιστή και προδότη επειδή είχα εξαφανιστεί τόσες βδομάδες και δε σήκωνα και τα τηλέφωνα (η εξεταστική βλάπτει σοβαρά τη φιλία) μου είπαν ότι «Μαλάκα, έχουμε εξελίξεις». Ένας φίλος μας, ο ας τον πούμε Α. έμαθε ότι η κοπέλα του τον κεράτωνε.

«Καλά τώρα το έμαθε? Εδώ είχε βουίξει ο τόπος, αυτή έχει πάρει μέχρι και τα κολωνάκια» τους είπα. Apparently, ο Α. είχε δει κι αυτός τα σημάδια αλλά είχε αποφασίσει να τα αγνοήσει. Για παράδειγμα είχε βρει sms από άγνωστα νούμερα που έγραφαν μηνύματα όπως «Καβλάκι μου, τι κάνεις το βράδυ?» όπου η κοπέλα ισχυρίστηκε ότι ήταν μια φίλη της που απλά της μίλαγε έτσι για πλάκα, ή όπως «Θα έρθεις να τον φας πάλι απόψε?» όπου ισχυρίστηκε πως την καλούσαν οι γονείς της ίδιας φίλης της για γεύμα, ή όπως «Θα σε κάνω πάλι να τελειώσεις 3 φορές με τη γλώσσα μου» όπου ισχυρίστηκε πως η φίλη της προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να τελειώσει μερικές εργασίες που έπρεπε να κάνει στην αγγλική γλώσσα.

Ο Α. είναι έξυπνο παιδί αλλά καμιά φορά, ιδίως όταν είσαι ερωτευμένος, το προφανές χάνεται από τα μάτια σου. Έτσι, έκλεινε τα μάτια του στην ψυχράδα της, τις συχνές εξόδους χωρίς αυτόν αλλά με φίλες της σε clubs φορώντας μίνι μέχρι τη μήτρα όπου πήγαινε «απλά για να χορέψει», τα συχνά sleepover σε σπίτια της κολλητής της και τα παράξενα σημάδια στο λαιμό και στον κώλο για τα οποία ισχυριζόταν πως χτύπαγε μόνη της στον ύπνο της, ενώ τον κατηγορούσε παράλληλα λέγοντάς του «σταμάτα επιτέλους να γίνεσαι παρανοϊκός!». Μέχρι που χθες το μεσημέρι μετά από ένα σαββατόβραδο ξέφρενου γλεντιού σε ένα club όπου η κοπέλα πήγε «με τις φίλες της» «απλά για να χορέψει», ο Α. το άλλο πρωί την περίμενε 2,5 ώρες σε μια πλατεία απέναντι από το σπίτι της μέχρι να επιστρέψει και είδε να τη φέρνει ένας τύπος σε καγκούρικο αμάξι τον οποίο αυτή προφανώς για να τον ευχαριστήσει που την έφερε μέχρι το σπίτι, του χάρισε ένα φιλί χαϊδεύοντας με τη γλώσσα της το λαρύγγι του ενώ με το χέρι της προσπάθησε δει αν μπορεί να του ξεριζώσει τους όρχεις.

Ο Α. τι λες να έκανε όταν τους είδε? Τους πλησίασε κι άρχισε να κοπανάει το αμάξι? Έδειρε τον τύπο? Έδειρε την τύπισσα? Τραγούδησε το ποιά θυσία έχει κάνει αυτός για σένα? Όχι, δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Σηκώθηκε κι έφυγε. Πήγε σπίτι του, έσπασε 2 τασάκια στον τοίχο και πήρε τηλέφωνο τους 2 κολλητούς του που εγώ συνάντησα στην πλατεία και τους τα είπε όλα όπως ακριβώς τα διάβασες.

Τον περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να έρθει να μας βρει. Το απόγευμά μου ίσως γινόταν ενδιαφέρον after all.

Κάποια στιγμή βλέπουμε τον Α. να έρχεται. Περπατούσε με γρήγορο βήμα στο δρόμο και μονολογούσε, ήταν υπερκινητικός και κόκκινος ενώ κλωτσούσε ό,τι εμφανιζόταν μπροστά του από πετραδάκια και κουτάκια αναψυκτικών μέχρι κάδους και μικρά παιδάκια. Μας πλησίασε.

«Τον πούστη θα τον σφάξω!».

«Ποιόν ρε?» του λέει ο ένας εκ των 2 φίλων στο παγκάκι μαζί μου.

«Αυτόν το μαλάκα που την φίλαγε!».

«Καλά αυτή δεν φταίει που έκατσε να τη φιλήσει? Μπορεί να του είπε ότι είναι single».

«Θα τη σφάξω κι αυτήν μετά!»

«Καλά γιατί δεν τους έσφαξες όταν τους είδες?» ρώτησε ο άλλος ένας εκ των 2 φίλων στο παγκάκι.

«Δεν ξέρω ρε φίλε, εκείνη την ώρα έπεσα από τα σύννεφα, ξαφνιάστηκα και θόλωσα τόσο πολύ που δεν ήξερα τι να κάνω».

Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε κι εμένα.

«Καλά ρε μαλάκα μουνόδουλε, εσύ πού έχεις χαθεί τόσο καιρό?»  μου είπε αφήνοντας για λίγο στην άκρη την οργή του.

«Άσε τα δικά μου τώρα… και για πες, τους έπιασες στα πράσα ε?», απάντησα μετατοπίζοντας την κουβέντα και προσποιούμενος τον έκπληκτο μιας και όλοι ήξεραν ότι η Α. ήταν πιο εύκολη κι από εξίσωση πρώτου βαθμού σε διαγώνισμα μαθηματικών τρίτης λυκείου. Του είχαμε πει ότι η κοπέλα ήταν πουτάνα και τον κορόιδευε, αλλά αυτός δεν άκουγε, ζούσε τον έρωτά του.

Μας διηγήθηκε πολύ γρήγορα τι συνέβη πλουτίζοντας την κουβέντα με υβριστικούς χαρακτηρισμούς κάθε φορά που αναφερόταν στο όνομά της αλλά και στο όνομα της φίλης της που της έκανε πλάτες. Αφού τους έπιασε στα πράσα και πήγε σπίτι του της τηλεφώνησε και τη ρώτησε ποιός τη γύρισε σπίτι και μόλις αυτή του απάντησε «Με γύρισε η τάδε φίλη μου και σταμάτα πια να γίνεσαι παρανοϊκός!» αυτός άρχισε κι έβριζε θεούς και δαίμονες κι αυτή έκλεισε το τηλέφωνο. Έκτοτε δεν έχουν ξαναμιλήσει, η κλήση του προωθείται, όπως προωθούταν μέσα της η στύση του άλλου γκόμενού της το προηγούμενο βράδυ.

Εν τω μεταξύ ο Α. ήθελε κάπου να ξεσπάσει. Περιφερόταν και κουνούσε χέρια πόδια λες και του είχαν ρίξει φαγουρόσκονη και μετά του απαγόρευσαν να ξυστεί, και κλωτσούσε δέντρα, παγκάκια, πετραδάκια, θάμνους, ο,τι έβρισκε. Αυτό είναι που έχει καταστρέψει την ανθρωπότητα, δε διοχετεύουμε σωστά την οργή μας. Και δυστυχώς μέσα στη θολούρα της οργής και των κατεχολαμινών δε μπορούσε να τον καλμάρει κανείς μας.

«Μαλάκες, σας λέω την είδα να του τρίβει τα παπάρια με τόση δύναμη που σας ορκίζομαι αν είχε λίγο αλεύρι και νερό θα έφτιαχνε ψωμί!».  Δε μπόρεσα να κρατηθώ να μη γελάσω. Χαίρομαι τουλάχιστον που οι φίλοι που έχω διαλέξει δε χάνουν ποτέ το χιούμορ τους.

Για να τον ηρεμήσουμε πήγαμε στο κοντινό σαντουιτσάδικο να τσιμπήσουμε κάτι. Προσπαθούσαμε να διατηρήσουμε τη συζήτηση μόνο γύρω από το Μουντιάλ μπας και τον κάνουμε να ξεχαστεί λίγο. Η οργή του δεν είχε καταλαγιάσει, αντίθετα έμοιαζε να φουντώνει λεπτό με λεπτό. Στο ταμείο του σαντουιτσάδικου ήταν μπροστά μας 2 κοπελίτσες. Τα 30 δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν τα κορίτσια να μελετήσουν το μενού για να αποφασίσουν τι θα πάρουν φάνηκαν πάρα πολλά στα μάτια του Α. «Θα τελειώσετε καμιά ώρα γαμώ το μπελά μου? Δε σας ζήτησαν να λύσετε ολοκληρώματα, τι σκατά θα παραγγείλετε σας ρώτησαν!». Τα κοριτσάκια μας παραχώρησαν τρομαγμένα τη σειρά τους.

Η γυναίκα που έφτιαχνε τα σάντουιτς αντιλήφθηκε την ευαίσθητη ψυχολογική κατάσταση του Α. και αφιέρωσε όλη την πνευματική της συγκέντρωσή να του φτιάξει το σάντουιτς ακριβώς όπως το ζήτησε λες και έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Έδινε τόση προσοχή λες κι αφόπλιζε εκρηκτικό μηχανισμό, μια λάθος κίνηση στο μπουκάλι με τη μουστάρδα ή στην κουταλιά της τυροσαλάτας κι η πυρηνική οργή του Α. κινδύνευε να πυροδοτηθεί. Μετά από κάποια λεπτά που φάνηκαν αιώνες και μετά από αμέτρητες φορές σφουγγίσματος του κρύου ιδρώτα στο μέτωπό της, η κυρία είχε τα σάντουιτς μας έτοιμα.

Κάτσαμε στην τζαμαρία δίπλα στο δρόμο κι ο Α. αφιερώθηκε ευλαβικά στο μασούλημα των σάντουιτς, ενώ εγώ κι οι άλλοι δύο τρώγαμε και συζητούσαμε για το Μουντιάλ. Όταν ο Α. τελείωσε το φαγητό του φοβηθήκαμε ότι θα άρχιζε το μοιρολόι για τη γκόμενα αλλά βρήκε άλλη ασχολία. Πήρε τις πίκλες που είχε βγάλει από το σάντουιτς του και τις έβαλε να κάνουν έναν παράξενο αγώνα ράλι: τις κόλλησε ψηλά στο τζάμι και στοιχημάτιζε ποια θα έφτανε κάτω πιο γρήγορα. Οι πίκλες κυλούσαν αργά πάνω στο τζάμι άφηνοντας πίσω τους ένα υγρό ευδιάκριτο ίχνος λαδιού, μουστάρδας και κέτσαπ λερώνοντας όλη την τζαμαρία. Στα επόμενα δύο λεπτά άδειασαν δύο τραπέζια δίπλα μας..! Προσωπικά μου την σπάνε όσο δε φαντάζεσαι τέτοιου είδους εξυπνάδες και μάλιστα σε μέρη που είναι ξένη ιδιοκτησία, αλλά δεδομένης της άθλιας ψυχολογικής κατάστασης του Α. ήμουν υπέρ του δέοντος ανεκτικός. Λιγότερο ανεκτικός όμως ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ο οποίος ήρθε 5 λεπτά αργότερα με background ενισχύσεις 2 ντελιβεράδες και μας ζήτησε ευγενικά να φύγουμε, and I quote «πάρτε το βρωμύλο το φίλο σας και δρόμο πριν μου κάνει μουνί το μαγαζί και σας γαμήσω ολονώνε!».

Βγήκαμε και πήγαμε σε άλλη μια πλατεία απέναντι από το μαγαζί. Είχα αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα να αποκολληθώ από αυτή την παρέα, κάτι ήξερα εγώ που καθόμουν 2 μέρες κλεισμένος μες στο σπίτι.

«Μάγκες, εγώ θα σας καληνυχτίσω γιατί είμαι πτώμα…» τους είπα κι έκανα ότι χασμουριέμαι.
Κοιτάζω τριγύρω και βλέπω ότι έχω μείνει μόνο εγώ κι οι 2 φίλοι του Α. «Πού πήγε ο Α.»?

Τον εντοπίζουμε μετά από λίγο να διαπληκτίζεται έντονα με 6 άτομα που πιθανότατα έκαναν μπάφους πίσω από ένα άγαλμα στην πλατεία. Ο Α. είχε κολλήσει στη μούρη του πιο ψηλού και κάτι του έλεγε, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας τον είχαν περικυκλώσει. Απ’ότι έμαθα αργότερα είχε κάποια προηγούμενα μαζί τους χωρίς να ρωτήσω περισσότερες λεπτομέρειες. Πήγαμε και τον τραβήξαμε από τους μπαφιάρηδες που απ’ότι τους έκοψα δεν το είχαν σε τίποτα να έβγαζαν κανα μαχαίρι και να μοιράζονταν μαζί με τον Α. την ηπατίτιδά τους.

Αφού απομακρύναμε τον Α. τους υπενθύμισα πάλι ότι πρέπει να την κάνω σιγά σιγά. «Κάτσε 10 λεπτάκια σε παρακαλώ να κάνω ένα τσιγάρο να ηρεμήσω και μετά φεύγεις» μου είπε. Καθώς ο Α.  έκανε το τσιγάρο του, πέρασε από το απέναντι πεζοδρόμιο ένας από την παρέα των μπαφιάρηδων με την οποία είχε βριστεί προηγουμένως. Ο τύπος μάς εντόπισε και μας κοίταζε περίεργα, ο Α. σηκώθηκε και κάτι του φώναξε, ο τύπος απάντησε και ξαφνικά χωρίς να το καταλάβουμε ο Α. είχε βρεθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο και κυνηγούσε τον τύπο. Χάθηκαν πίσω από μία γωνία. Τρέξαμε να τους ακολουθήσουμε και στρίβοντας κι εμείς σ’αυτή την γωνία βλέπουμε τον Α. να διαπληκτίζεται με τα υπόλοιπα 5 άτομα με τα οποία είχε βριστεί προηγουμένως και τα οποία είχαν εμφανιστεί ως δια μαγείας πίσω από τη γωνία, 2 εκ των οποίων είχαν αρχίσει ήδη να τον σπρώχνουν. Το ακόμα πιο σουρεάλ στην όλη υπόθεση είναι πως όλα αυτά διαδραματίζονταν δίπλα σε μια ομάδα Δίας, ξέρεις τους 2-3 μπάτσους με τις μηχανές που τους βλέπεις να ξεφυτρώνουν σχεδόν παντού αυτές τις μέρες και που στήνονται σε διάφορες γωνίες στις πλατείες και ποζάρουν λες και είναι κάδοι ανακύκλωσης που τους βγάζουν φωτογραφία.

Οι μπάτσοι είχαν αντιληφθεί το τσακωμό που κινδύνευε να εξελιχτεί σε full scale fight, αλλά είχαν γυρίσει από την άλλη μεριά, προφανώς γιατί δεν ήθελαν να εμπλακούν και πόζαραν με τα Rayban τους σε κάτι πεύκα. Πριν προλάβουμε να πλησιάσουμε στον τσακωμό και να διασώσουμε τον Α., ο πιο ψηλός της παρέας τον έσπρωξε κι έπεσε πάνω στη μηχανή ενός Δία. Τότε γύρισαν όλοι μαζί κι αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί μας.

«Ρε μαλλλακιεσμένα τι κάνατε εκεί?»

«Όλοι μέσα φυλακή θα πάτε ρε!».

Εγώ κι οι άλλοι δύο φίλοι φτάσαμε λαχανιασμένοι και πήγαμε και σηκώσαμε τον Α. που είχε γίνει ένα με τη μηχανή η οποία είχε γίνει ένα με την άσφαλτο. Οι 6 μπαφιάρηδες είχαν παγώσει και κοιτούσαν τους 2 από τους 3 μπάτσους που είχαν βάλει το ένα χέρι στη λαβή του όπλου, και καλά σε ετοιμότητα αν γίνει κάτι.

Όλοι είχαμε μείνει ακίνητοι και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο, λες και βρισκόμασταν σε γουέστερν κι ετοιμαζόμασταν για την τελική αναμέτρηση. Όντας ο πιο πολιτισμένος σε αυτό το μοντέρνο υπαίθριο σαλούν εξήγησα στους μπάτσους ότι ο Α. δεν έφταιγε σε τίποτα γιατί μπλέχτηκε σε έναν άνισο καυγά 6 ατόμων εναντίον ενός κι ότι η μηχανή στην οποία κοπάνησε δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά, οπότε no harm done. Οι μπάτσοι ξίνισαν αλλά ηρέμησαν, ζήτησαν τις ταυτότητές μας, σημείωσαν τα ονόματά μας και μετά έψαξαν τις τσέπες μας. «Τώρα συγνώμη αυτό επιτρέπεται?» αναρωτήθηκα φωναχτά, αλλά δε μου απάντησε κανείς. Στον πιο ψηλό της παρέας των μπαφιάριδων βρήκαν έναν τσιγάρο-μπάφο και (άκουσον άκουσον) τον προειδοποίησαν ότι αν τον ξαναπιάσουν με τσιγαριλίκι θα πάει στην ψειρού και μετά του το έδωσαν πίσω και μας άφησαν όλους να φύγουμε.

Γύρισα σπίτι σκεφτόμενος ότι θα κάνω κανα μήνα να ξαναβγώ πάλι έξω κι έμεινα με την ευχή να πάψει επιτέλους να διοχετεύει ο Α. την οργή του σε λάθος ανθρώπους και προκειμένου να ησυχάσουμε θα πρέπει είτε να δείρει την γκόμενά του είτε να ξεκινήσει κανένα μποξ μπας και εκτονωθεί. Απ’ότι έμαθα σήμερα, διαχειρίστηκε το θέμα της σχέσης του με πιο ώριμο τρόπο. Της τηλεφώνησε να της πει ότι την συγχωρεί για όλα κι ότι θα τη δεχτεί πίσω αν υποσχεθεί να αφήσει πίσω της την άσωτη ζωή. Αυτή αρνήθηκε γιατί δήλωσε ερωτευμένη με το νέο γκόμενο με του οποίου τα παπάρια έπλαθε κουλουράκια χθες το πρωί κι ο Α. τότε της είπε and I quote «αν σε πετύχω στο δρόμο θα σου ανοίξω και τέταρτη τρύπα».


Αυτά χτες. Σήμερα το μεσημέρι που πέρασα μια βόλτα από το νοσοκομείο έμαθα ότι κάποιοι γονείς έτρεχαν έναν από τους αγαπημένους ειδικευόμενούς μας στα δικαστήρια, γιατί σε γενική εφημερία όπου γινόταν πανικός άφησε να φύγει ένας έφηβος με λοιμώδη μονοπυρήνωση (σε πολύ πρώιμη φάση που δεν είχε παρουσιάσει συμπτώματα) και το παιδί τις επόμενες ώρες πέθανε… Οι γονείς με κάμποσο δίκιο στο μέρος τους, ζητούσαν δικαστικώς να του καταστρέψουν την καριέρα και να του πάρουν την περιουσία. Σε έναν γιατρό που ήταν ο πιο εργατικός της κλινικής, ειδικά αν τον σύγκρινες με μερικούς επιμελητές που αν τους έβλεπες θα νόμιζες ότι ο φραπές είναι ιατρικό όργανο κι όχι το στηθοσκόπιο, έναν γιατρό που πάντα ήταν προσεκτικός κι ευγενής με αρρώστους αλλά και φοιτητές ή νοσηλευτικό προσωπικό και που μέσα στην ένταση της γενικής εφημερίας εκτίμησε λάθος μια κατάσταση, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε, αν όντως δεν πρόκειται για παράλειψη όπως όλοι όσοι τον ξέρουν αποκλείουν αλλά απλά για μια δύσκολη περίπτωση που είχε απρόβλεπτη ραγδαία πρόγνωση.


Κι έρχεται η μέρα μου να κλονιστεί κι άλλο και να κλείσει με ένα απρόσμενο τηλεφώνημα που προέκυψε στο κινητό μου όπου από το ακουστικό μου ξεπήδησε μια αγαπημένη αλλά οργισμένη τρεμάμενη ψιλή φωνή που μου καταλόγιζε πράγματα φαινομενικά τόσο ανούσια που αναρωτιόμουν πάλι what the fuck did just happen now?

Πάντα έλεγα ότι η οργή είναι κάτι καλό, βοηθά στο να δραστηριοποιηθείς, να ξυπνήσεις, να δράσεις. Αλλά πριν μεταμορφωθείς σε Hulk, στάσου μια στιγμή, αποστασιοποιήσου από την κατάσταση και σκέψου. Αξίζει να τα πάρω? Ή να φυλάξω την οργή μου για τους ανθρώπους ή τις καταστάσεις που πραγματικά αξίζουν?

Όπως για όσους λένε ότι μου γαμούν το σόι?