Θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα, βάλε τις παλάμες σου στα γόνατα, κλείσε τα μάτια και αυτοσυγκεντρώσου λέγοντας σιγανά «Όοοοοοοομμμμ –ναπερασειτομαθημαοφαντομ -όοοοοοομμμμ». Γιατί την Παρασκευή χρειάζομαι όλη τη θετική ενέργεια που θα μπορέσεις να μου στείλεις, επειδή δίνω ένα από τα 3 δυσκολότερα μαθήματα της σχολής. Είναι από αυτά τα μαθήματα τα οποία μπορούν από μόνα τους να σε τραβήξουν πίσω για ολόκληρα εξάμηνα χειρότερα κι απ’ότι σε τραβάνε τσιμεντένια παπούτσια στον πάτο της θάλασσας, είναι από αυτά τα μαθήματα που τα περνάς πιο δύσκολα κι από Punto που προσπαθεί να περάσει Ferrari σε κόντρα στο δρόμο, με καθηγητές πιο αυστηρούς κι αδίστακτους απέναντι στους φοιτητές περισσότερο κι από τον Jack Bauer μπροστά σε Άραβα τρομοκράτη που έχει απαγάγει την κόρη του.
Δε σου λέω ποιο μάθημα είναι για να μην το γρουσουζέψω. Ακόμα να πέσεις οκλαδόν? On your ass man!
And that isn’t only it. Με κάθε χρόνο που περνάει χωρίς να έχεις περάσει το μάθημα χρειάζεται να κάνεις επιπλέον κι έναν αριθμό εφημεριών. Τις τελευταίες μέρες που αποφάσισα να δώσω το μάθημα έτρεξα στη μία και μοναδική υπεύθυνη κλινική να προλάβω να καλύψω τις εφημερίες που αντιστοιχούν σε αυτό το χρόνο. Επειδή όμως το μάθημα το χρωστάει λαός κι επειδή σαν μαλάκας πήγα τελευταία στιγμή λες κι έπρεπε μόνο να δηλώσω το καρτοκινητό μου, οι θέσεις των εφημεριών για τους φοιτητές είχαν υπερ-καλυφθεί. Και χωρίς εφημερίες δε μπορείς να δώσεις το μάθημα.
Αυτό το εμπόδιο δεν το θεώρησα σημάδι από τη μοίρα να παρατήσω το μάθημα για το Σεπτέμβρη, ήμουν αποφασισμένος να το δώσω και θα το δώσω damn it! Εξάλλου επειδή αυτές τις μέρες είμαι πιο down κι από μανιοκαταθλιπτικό που του έκοψαν το Lexotanil, I desperately needed a distraction, ένα great purpose που θα με αποσπούσε από τις δυσάρεστες σκέψεις του θυμού, της μελαγχολίας και της εγκατάλειψης και θα απορροφούσε το μυαλό μου μόνο σε ό,τι ήταν σχετικό με αρτηρίες, φλέβες, σύνδρομα και μπαλονάκια (τα ιατρικά μπαλονάκια, που μπαίνουν στην καρδιά –μη φαντάζεσαι μπαλόνια Ντόρα εξερευνήτρια ή Μπομπ σφουγγαράκι).
Έτσι κάθισα και σκέφτηκα όσες manipulation techniques ήξερα, φόρεσα το puppy-dog-eyes βλέμμα λες και ήμουν γλυκούλι γκριφόν που σε παρακαλά για φαγητό και τα συνδύασα με πονεμένο attitude γυφτακίου του στυλ «είμαι ορφανό και πεινάω, σας παρακαλώ αφήστε με να δώσω το μάθημα» και πήγα να βρω τον καθηγητή.
Ο καθηγητής μόλις του εξέθεσα το πρόβλημα ότι έπρεπε να καλύψω εφημερίες αλλά δεν υπήρχαν ελεύθερες θέσεις ήταν φιλικότατος και διαλλακτικός. Μου απάντησε ως εξής and I quote:
«Ξέχνα το, ας μην μαλακιζόσασταν και το αφήνατε τελευταία στιγμή, τώρα θα πρέπει να κόψεις το λαιμό σου και να το πας για Σεπτέμβρη».
Μέλι στάζει το στόμα του, you’ve got to love that guy. Προσποιήθηκα ότι το να δώσω το μάθημα ήταν τόσο σημαντικό όσο και οι δόσεις των δανείων που παίρνουμε από την Μέρκελ, του θύμισα και τότε που είχα πάρει μέρος μαζί με κάτι άλλους άμυαλους φοιτητές για μια μελέτη που έκανε στην κινητικότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων κατά τη φυγοκέντρηση όπου προσφέραμε αίμα και μας είχαν ξεζουμίσει χειρότερα κι απότι σε ξεζουμίζουν τα κουνούπια θερινό βράδυ που έχεις ξεχάσει να βάλεις φιδάκι, ταμπλέτες ή Autan.
«Σίγουρα θα υπάρχει κάτι που θα μπορούμε να κάνουμε…» του είπα με νόημα, αν και αυτό είναι ατάκα που θα λειτουργούσε καλύτερα αν ήμουν ξανθιά φοιτήτρια με ωραίο κώλο και μεγάλο στήθος και καθώς του το έλεγα να έγλυφα ταυτόχρονα ένα γλειφιτζούρι ενώ του ίσιωνα με χάρη τη γραβάτα.
Ευτυχώς ο «μελιστάλαχτος» καθηγητής με θυμόταν από τις αρχικές κλινικές, εκτίμησε και το γεγονός ότι ήμουν από τους λίγους γενναίους που έδωσαν αίμα για την έρευνά του και μου πρότεινε να καλύψω τις εφημερίες του σε μερικούς θαλάμους στη μεγάλη ιδιωτική κλινική όπου δουλεύει ένας πρώην επιμελητής και τον οποίο θα βοηθούσα. Τώρα δεν ξέρω αν είναι νόμιμο αυτό, να με χρησιμοποιήσει σαν χαμάλη του σε μη πανεπιστημιακή ιδιωτική κλινική αλλά to hell with it, προσπάθησε να με διευκολύνει ο άνθρωπος.
Το ιδιωτικό νοσοκομείο όπου δούλευε τα απογεύματα είναι ένα από τα αγαπημένα μου αλλά θα προσπαθήσω να αναφέρω όσο το δυνατόν λιγότερες λεπτομέρειες γιατί με τις ιδιωτικές ασφάλειες και τα ιατρικά απόρρητα δεν είναι να μπλέκεις. Μη γίνει καμιά στραβή και με κόψει στο μάθημα!
Έτσι ένα ωραίο απόγευμα μετά από μια ώρα κολλημένος στην κίνηση έφτασα στο νοσοκομείο κι αφού σιχτίρισα που δεν έβρισκα πάρκινγκ ένιωσα το πορτοφόλι μου να ματώνει όταν αναγκάστηκα να το αφήσω στο ιδιωτικό «ΠΑΡΚΙΝ» απέναντι από το νοσοκομείο με 10ευρώ το 6ωρο (fucking thieves). Προσπέρασα το χλιδάτο λόμπι του μεγάλου ιδιωτικού νοσοκομείου με τους δερμάτινες καναπέδες και τη μυρωδιά αλεσμένου Floκαφέ (καμία σχέση με τα λόμπι των δημόσιων νοσοκομείων με τις σπασμένες πλαστικές άσπρες καρέκλες και τα πατώματα να κολλάνε χυμένους φραπέδες) και ανέβηκα σε έναν από τους 14 ορόφους του νοσοκομείου.
Όταν τον βρήκα ο καθηγητής μου είπε το εξής:
«Αν θες να καλύψεις τις εφημερίες σου, για τα επόμενα 4-5 απογεύματα θα είσαι η παλλακίδα μου, θα μαζέψεις αίματα, ούρα, καρδιογραφήματα, ιστορικά ακόμα και τις παντόφλες των ασθενών ή το φρίσμπι μου αν στο ζητήσω. Εδώ είναι ιδιωτικό νοσοκομείο δεν είναι μπουρδέλο σαν το «…»(όνομα δημόσιου νοσοκομείου), οι ασθενείς πληρώνουν εκατοντάδες ευρώ τη βραδιά και απαιτούν υπηρεσίες. Αν σε ρωτήσει κανείς του νοσοκομείου ποιος σκατά είσαι εσύ, θα του πεις ότι είσαι απλά φοιτητής και με βοηθάς. Γκεγκε?»
Ο καθηγητής μπορεί να είναι λίγο χύμα αλλά είναι ξηγημένος άνθρωπος και χαλαρός με τους φοιτητές. «Γκεγκε» του απάντησα.
«Θα αναλάβεις μόνο μία από τις δύο γωνίες του ορόφου» μου είπε. «Διάλεξε μία».
Η κάθε γωνία είχε 3 θαλάμους. Απ’ότι μου είπε στους θαλάμους της δεξιάς γωνίας υπήρχαν μόνο γεροντάκια ενώ στης αριστερής γωνίας υπήρχαν 3 σχετικά νεαρά άτομα. Προτίμησα τη γωνία με τα νεαρά άτομα γιατί οι ηλικιωμένοι όσο αξιαγάπητοι και να είναι θα έχουν ένα κάρο ασθένειες κι όταν συντάσσεις τα ιστορικά τους καταλήγεις να φτιάχνεις ένα φάκελο σε μέγεθος τηλεφωνικού καταλόγου με τις εγχειρήσεις που έχουν κάνει και τις αρρώστιες που έχουν περάσει. Κατοχύρωσα λοιπόν την αριστερή γωνία. Οι υπόλοιποι θάλαμοι του ορόφου είχαν μοιραστεί στη ζούλα σε φοιτητές που είχαν πάει παρακαλετά τελευταία στιγμή όπως εγώ για να καλύψουν εφημερίες.
Η αριστερή γωνία που ήταν πλέον δικιά μου είχε 3 πόρτες, μία σε κάθε τοίχο. Πίσω από κάθε πόρτα βρισκόταν ένας θάλαμος με έναν μόνο ασθενή, τα δωμάτια ήταν μονόκλινα. Αυτά είναι τα μεγαλεία των ιδιωτικών νοσοκομείων, όχι όπως στα δημόσια όπου σε ένα θάλαμο που χωράει 3, χώνουν 6 ασθενείς κι άλλους 4 σε ράντζα στο διάδρομο.
Ανοίγω την πρώτη πόρτα και μπαίνω.
Το κρεβάτι ήταν άδειο και ξέστρωτο, η πόρτα του μπαλκονιού ανοιχτή με την κουρτίνα να ανεμίζει. Στο μπαλκόνι (ναι τα δωμάτια είχαν ΚΑΙ μπαλκόνι) βρισκόταν ένας μαυριδερός νεαρός γύρω στα 20, μάλλον τσιγγάνικης καταγωγής, με ξεφτισμένα τατουάζ στον πήχη, κόκκινα μάτια να πίνει Milkoμπούκαλο. Όταν τον έβαλα να ξαπλώσει, ανέδυε μια έντονη μυρωδιά καπνού.
Ο ασθενής αυτός με έκανε να αναθεματίσω την ώρα και τη στιγμή που διάλεξα τη γωνία με τα νεαρά άτομα. Γόνος πλούσιων αθίγγανων, ήταν από τα πιο κακομαθημένα πλάσματα που έχω συναντήσει. Ήταν αγενείς με τους πάντες, παραπονιόταν στους γονείς του για πράγματα όπως «μπαίνει πολύ νωρίς η καθαρίστρια στο δωμάτιο και με ξυπνάει» ή «το μπαλκόνι δε βλέπει στη θάλασσα», ενώ όταν από απροσεξία δική του χύθηκε καυτός καφές πάνω του, νευρίασε και πέταξε όλο το δίσκο με το πρωινό πάνω στη νοσοκόμα που του τον έφερε.
Με αυτό το μπουμπούκι δε μπορούσα να βρω κανένα σημείο συνεννόησης, μου έβγαλε την πίστη, παραπονιόταν ότι πόναγε όταν τον τρύπαγα, μου λύγιζε τα ακουστικά με τον κίνδυνο να αχρηστευθούν, μου έκρυψε το μπλοκάκι με τις σημειώσεις. Το μαλακισμένο μου είχε σπάσει τα νεύρα, έψαχνα τρόπους να ρίξω στον ορό του λίγο χλωρίνη ή κάτι τελοσπάντων να το κάνω να φανεί σαν ατύχημα μπας και ησυχάσουμε.
Το κακομαθημένο το επισκέφτηκα 3 απογεύματα. Το δεύτερο από τα 3 απόγευματα συνέβη ένα καθοριστικό σκηνικό για τη μετέπειτα σχέση μου μαζί του. Ο καθηγητής μού είχε πει να μην κυκλοφορώ πολύ στους διαδρόμους του νοσοκομείου αν δεν μου έχει αναθέσει αυτός κάποια εργασία, γιατί δεν ανήκα στο νοσηλευτικό προσωπικό, ήμουν εκεί από σπόντα, οπότε είχα βγάλει την ποδιά είχα πιάσει μια γωνιά στα Flocafe με θέα το ιδιωτικό πάρκινγκ με το αμάξι μου όπου χρέωναν τη θέση στάθμευσης λες και βάζεις το αμάξι σου να κοιμηθεί σε ξενοδοχείο 4 αστέρων με σπα και τζακούζι, έπινα μια Amita και διάβαζα για το μάθημα της Παρασκευής.
Κάποια στιγμή κατέβηκε το κακομαθημένο κι έκατσε σε ένα τραπέζι πλάγια πίσω μου. Προσπαθούσε να μου πιάσει την κουβέντα αλλά απαντούσα κοφτά και μονολεκτικά γιατί δεν είχα καμία όρεξη να του μιλήσω. Σε κάποια φάση βαρέθηκε κι άρχισε να μου φτύνει νερά με το καλαμάκι. Μιλάμε για τέτοιο κωλόπαιδο. Για τα επόμενα 5 λεπτά κάναμε σαν παιδιά του δημοτικού, του φώναζα έλα κόφτο, αυτός έλεγε εντάξει σταματάω αλλά συνέχιζε, μετά εγώ πάλι κόφτο, μετά δως του αυτός φσσστ τα νερά με το καλαμάκι μέχρι που έτσι όπως είχε γύρει με την καρέκλα και στηριζόταν στα 2 της πόδια τον έσπρωξα κι έφυγε πίσω στον πάγκο με τα κρουασάν. Μη φανταστείς ότι έκανα κανα τρελό τσαμπουκά, το κακομαθημένο ήταν πιο μικρός σε ηλικία από μένα, πιο ψηλός αλλά πολύ πιο αδύνατος. Τον είχα.
Σηκώθηκε τσαντισμένος και με απείλησε ότι θα βάλει να με απολύσουν. The joke’s on you buddy, I don’t work here!
Δεν ήθελα όμως να πει τίποτα στον καθηγητή, γιατί αν μάθαινε ότι κακοποίησα πλούσιο ασθενή του και μάλιστα σε νοσοκομείο όπου δε θα έπρεπε να βρίσκομαι θα με είχε πνίξει με το στηθοσκόπιό μου, οπότε (και δώσε βάση να θαυμάσεις την εξυπνάδα του phantom ) τον απείλησα ότι αν δεν αλλάξει συμπεριφορά θα δώσω τις εξετάσεις αίματός του στην αστυνομία και θα τον πάνε μέσα για χρήση κάνναβις, την οποία μάλιστα ξέρω ότι κάνει μέσα στο νοσοκομείο!
Now, how did I know ότι ο τύπος έκανε μπάφους? Κάνε ένα φλασμπάκ στο σημείο όπου σου διηγούμουν τι είδα όταν άνοιξα την πόρτα του: σου είπα ότι τον είδα στο μπαλκόνι με κόκκινα μάτια, τατουάζ, να πίνει Milkoμπούκαλο και αναδύει μια έντονη καπνίλα. Η συναναστροφή μου με λογιών λογιών μπουμπούκια μού έχει μάθει πως οι μπαφιάρηδες μετά τις τζίβες τους έχουν μια έντονη επιθυμία για σοκολάτα και συνήθως πίνουν Milkoμπούκαλο. Είναι κοινή συνήθεια ανάμεσά τους. Με τους μπάφους κοκκινίζουν τα μάτια σου και βρωμοκοπάς χαρακτηριστική μυρωδιά καπνίλας που μια φορά αν τη μυρίσεις δεν την ξεχνάς ποτέ. Τα τατουάζ συνέβαλαν στην εδραίωση αυτής της παρατήρησης μιας και δείχνουν άτομο εύκολα παρασυρόμενο από τις μόδες της εποχής κι επιρρεπή στους πειραματισμούς.
Μπλόφαρα με τις εξετάσεις αίματος, γιατί δεν του είχαμε κάνει τοξικολογικές αλλά ο μικρός ψάρωσε. Όταν πήγα να τον επισκεφτώ το επόμενο απόγευμα είχε μεν ύφος αφ’υψηλού αλλά δε μου μίλησε καθόλου. Απ’ότι έμαθα δεν ασχολήθηκε έκτοτε ούτε με το νοσηλευτικό προσωπικό, ούτε ενόχλησε κανέναν άλλον, έκατσε απλά στα αυγά του.
Όχι που θα κουνηθεί κανείς στον phantom!
Ξεκαβαλάω το καλάμι και πάμε να σου πω για τη δεύτερη πόρτα.
Άνδρας πάνω από 35 με όζους στην τραχεία προερχόμενους κατά 90% από το κάπνισμα το οποίο ξεκίνησε στα 12. Στα 12 ρε φίλε! Που εγώ στα 12 μου ο μόνος εθισμός που είχα ήταν το υπερβολικό Nesquik που έριχνα στο γάλα και προσπαθούσα να το μειώσω γιατί είχα παχύνει και δε μπορούσα να κάνω κωλοτούμπες στη γυμναστική. Ο τύπος 20τόσα χρόνια ήταν μανιώδης καπνιστής, δυο πακέτα την ημέρα και βάλε. Μαζί στο δωμάτιο ήταν πάντα η μικρή αδερφή του με κόκκινα μάτια (όχι από μπάφους) αλλά επειδή συνεχώς μισόκλαιγε από την ανησυχία για τον αδερφό της.
Στο δωμάτιο του άνδρα πήγα 4 απογεύματα. Χρειαζόταν μόνο να του ξαναπάρω ιστορικό και να ακροαστώ τους πνεύμονές του (κάτι που είχα τελειώσει από την πρώτη μέρα) αλλά ξαναπήγαινα και τις επόμενες γιατί κάναμε ωραίες συζητήσεις –συν το ότι δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορώ στους διαδρόμους ενώ στα Flocafe ένιωθα να με κοιτάζουν παράξενα με βλέμματα «what kind of sick person έρχεται στα νοσοκομεία και πίνει καφέ μόνος του διαβάζοντας?»-. Ήταν πλουσιόπαιδα κι αυτός κι αδερφή του, αλλά καθόλου κακομαθημένα, μου μιλούσαν κυρίως για τα ταξίδια τους κι εγώ τους έλεγα ιστορίες από τα νοσοκομεία.
Για κάτι τέτοιους ασθενείς χαίρεσαι που είσαι γιατρός. Συνήθως κάναμε πλάκα, του είχα φέρει φάρσες από την Ελληνοφρένεια και τις ακούγαμε στο κινητό μου. Τα τελευταία 2 απογεύματα όμως αντιλήφθηκε ότι ήμουν πεσμένος ψυχολογικά. Ήταν μια στιγμή που χάζευα στο μπαλκόνι του, είχα ξεχαστεί στις σκέψεις μου, είχα σουφρώσει τα χείλη και σκεφτόμουν διάφορα στενάχωρα. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα μου χωρίς να τον καταλάβω.
«Τι έχεις?» με ρώτησε και με έσφιξε στον ώμο.
«Τίποτα είμαι απλά κουρασμένος».
«Πες ρε μαλάκα, κάτι έχεις, αφού τα έχεις βάψει μαύρα. Τι σε στεναχωρεί?»
«Ε γιατί στεναχωριούνται συνήθως τα αγόρια της ηλικίας μας?» του λέω.
«Επειδή πήγε ο Σπανούλης στον Ολυμπιακό?»
Γέλασα δυνατά. Να γιατί τον συμπάθησα, έχει χιούμορ κι είναι και βάζελος.
«Κορίτσι?» με ξαναρωτάει.
Έγνεψα.
Δε ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες, κατάλαβε ότι προτιμούσα να τις κρατήσω για τον εαυτό μου. Χωρίς να του πω τίποτα, ο τύπος κατάλαβε αρκετά.
«Ένα θα σου πω για τις σχέσεις» μου είπε. «Όταν κάποιος απομακρύνεται στα ξαφνικά, με ευκολία και χωρίς εξηγήσεις, τότε ίσως σημαίνει ότι δεν ήταν ποτέ εκεί πραγματικά»….
Ο τύπος εκτός από τις βαθυστόχαστες απόψεις του περί σχέσεων έλεγε και ωραία ανέκδοτα τύφλα να’χει ο Dreiko. Παίζει και να είναι ένας από τους all time favourite ασθενείς μου!
Αλλά there is always a catch. Ο τύπος έπρεπε να κόψει το κάπνισμα. Επειγόντως. Έφαγα 3 ώρες ένα απόγευμα να του εξιστορώ πώς το έκοψα εγώ, τον έβαλα να διαβάσει από το κινητό και το σχετικό ποστ μου, του έλεγα ότι είναι απλά συνήθεια, μαϊμουδίζεις τους άλλους, τζάμπα λεφτά, σκέτος καρκίνος. Τίποτα, στεναχωριόταν, εκνευριζόταν και κλεινόταν στον εαυτό του κάθε φορά που λέγαμε για το τσιγάρο. Ήταν σε όλα συζητήσιμος εκτός από αυτό. Κάπνιζε ακόμα και στο θάλαμό του και απέφευγε τα κλαμένα μάτια της σιωπηλής αδερφής του τα οποία έμοιαζαν να τον εκλιπαρούν να σταματήσει να φουμάρει.
Στην προτελευταία μου επίσκεψη στο θάλαμό του θες λίγο οι φωτογραφίες κατεστραμμένων πνευμόνων από το κάπνισμα που του είχα εκτυπώσει από το internet, θες τα πρόσφατα αποτελέσματα της βιοψίας του όζου του η οποία προμήνυε πολύ άσχημη εξέλιξη αν το συνέχιζε (θες ότι δασκάλεψα τον καθηγητή μου να του τρίξει τα δόντια ότι κινδυνεύει να πεθάνει άμεσα μπας και τον τρομοκρατήσει λίγο και το κόψει) καταφέραμε να τον πείσουμε να δοκιμάσει να το κόψει.
Το τελευταίο απόγευμα που άνοιξα την πόρτα του θαλάμου του τον βρήκα πάλι στο μπαλκόνι να καπνίζει. Η αδερφή του ήταν μέσα και μισόκλαιγε. «Δεν σνιφ το σνιφ κόβει σνιφ» μου είπε.
Τον κοίταξα στα μάτια απογοητευμένος, προδομένος χωρίς να μιλήσω. Απέστρεψε το βλέμμα του, κοίταξε κάτω κι έκανε άλλη μια ρουφηξιά. Εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν μπορείς να τους σώζεις όλους, γιατί απλά οι άνθρωποι κάνουν του κεφαλιού τους. Μπορείς απλά να τους προειδοποιείς και μετά να συμμαζεύεις ό,τι μπορείς να συμμαζέψεις. Αυτή είναι όλη η ουσία της ιατρικής.
Όταν τον χαιρέτησα δεν του κρατούσα κακία που με απογοήτευσε και δε μπόρεσε να το κόψει. Τον αποχαιρέτησα εγκάρδια κι ο συμπαθής καπνιστής μού είπε πως η αδερφή του, η οποία εκείνη την ώρα είχε βγει από το δωμάτιο, του είπε ότι ήθελε το τηλέφωνό μου. Ό,τι κουβέντες είχα ανταλλάξει μαζί της αφορούσαν μόνο την υγεία του αδερφού της και τα τυπικά καλημέρα καλησπέρα, όλα μαζί ζήτημα να διήρκησαν 10 λεπτά. Δεν θεωρώ ότι είμαι τόσο γοητευτικό αγόρι, είμαι σίγουρος πως η άσπρη ποδιά είναι που εντυπωσιάζει, really ο χασάπης της γειτονιάς μας να δεις τι σέξι δείχνει. Δεν του το έδωσα γιατί a.I’m in a relationship (although μάλλον μόνο εγώ το πιστεύω αυτό) και b. Ποιός θα άντεχε μια γυναίκα που μισοκλαίει συ-νέ-χει-α? Θα φεύγεις από το σπίτι και θα πηγαίνεις έστω και σε μνημόσυνα για να ανοίξει λίγο η καρδιά σου.
Τρίτη πόρτα.
Πίσω από την τρίτη πόρτα βρήκα μια τετραμελή οικογένεια. Ασθενής ήταν μόνο ο πατέρας μεγαλοστέλεχος επιχείρησης που νοσηλευόταν για μια καρδιακή πάθηση η οποία δε μας ενδιαφέρει γιατί κατά την διάρκεια των επισκέψεών μου σε αυτό τον θάλαμο την παράσταση την έκλεψαν τα παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, 12 και 10 ετών αντίστοιχα, τα οποία είχαν έρθει απλά να κάνουν παρέα στον μπαμπά τους.
Όσο βρισκόμουν στο θάλαμό τους ο ξαπλωμένος ασθενής πατέρας κι η κομψά ντυμένη (με ταγιέρ που φωνάζει είμαι καριερίστρια) μητέρα συντόνιζαν τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών. Όσο μπόρεσα να κρυφακούσω (shame on me) καθώς έκανα το καρδιογράφημα και συμπλήρωνα στοιχεία που έλειπαν από το αρχικό ιστορικό, ο πατέρας ασχολιόταν με το γιό τον οποίο τον είχε γράψει σε ποδόσφαιρο, καράτε, κιθάρα και αγγλικά, ενώ η μάνα ασχολιόταν με τη μικρή που ήταν γραμμένη σε μπαλέτο, καράτε (obviously κοινό και στα 2 φύλα), γαλλικά, πιάνο. Κάθε απόγευμα γύρω στις 5 ερχόταν κάποιο πεθερικό και μάζευε τα μικρά να τα διανείμει στις δραστηριότητές τους στα βόρεια προάστια.
Give them a break, they’re only children! Με αυτή τη φαμίλια δεν είχα πολλά πάρε-δώσε αλλά η απλή παρατήρησή τους μου έδωσε τροφή για προβληματισμό (αυτά σκεφτόμουν όσο καθόμουν μόνος στα Flocafe του νοσοκομείου τις στιγμές που βαριόμουν να διαβάσω). Γενικά έχω την άποψη ότι οι γονείς επενδύοντας συναισθηματικά στα παιδιά τους καταλήγουν να τα βλέπουν σαν προεκτάσεις του εαυτού τους, σαν βελτιωμένες version τους. Αυτού του είδους οι υπερ-προστατευτικοί γονείς υιοθετούν μια ναρκισσιστική οπτική για τα παιδιά τους έτσι ώστε κάθε φορά που ένα παιδί δείχνει μια μικρή κλίση σε κάτι αυτοί το αποθεώνουν. Ο μικρός Γιαννάκης γρατζούνισε μια κιθάρα? Θα γίνει κιθαρίστας. Η μικρή Αννούλα τρέχει γρήγορα στο κρυφτό? Θα γίνει πρωταθλήτρια στον στίβο. Να μη μάθει και καράτε το παιδί για αυτοάμυνα? Ας το γράψουμε και καράτε. Να μην ξέρει αγγλικά και γαλλικά? Να ξέρει. Να μην μάθει και κομπιούτερ? Να μάθει. Μέχρι που το παιδί παθαίνει overdose και καταλήγει είτε παραιτημένος απ’όλα μπαφιάρης να παίζει μόνο DOTA είτε ξέκωλο να έχει πλατινέ μαλλί, να φοράει χαμηλοκάβαλα τζιν και να γυρίζει με όποιον έχει πειραγμένο μηχανάκι για να νιώσει λίγο στοργή κι επιβεβαίωση καθώς την πηδάνε.
Parents, βάλτε το καλά στο μυαλό σας, η παιδική ηλικία είναι πολύτιμη, το παιδί δε χρειάζεται να βγει Κεντέρης, Αϊνστάιν ή Μαρία Κάλλας, ούτε να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του στα 15 και να τον παντρευτεί στα 18 όπως κάνατε εσείς. Enough με τους στόχους, τις προσδοκίες και τα χρονοδιαγράμματα. Το παιδί πρέπει απλά να διαβάζει πολύ και να παίζει πού και πού. Και πάνω απ’όλα να νιώθει ότι το αγαπάτε.
Κι η ζωή θα πάρει το δρόμο της. Αλλιώς ξαμολάτε στην κοινωνία παιδιά με άγχη, κόμπλεξ και σύνδρομα και τους γαμάτε το αύριο.
Το τελευταίο μου απόγευμα στην ιδιωτική κλινική ήταν απόψε. Φεύγοντας κατέβηκα με το ασανσέρ στο υπόγειο και βγήκα στην είσοδο της Μ.Ε.Θ. (μονάδα εντατικής θεραπείας) για να βρω τον καθηγητή μου να μου υπογράψει ότι έκανα τις εφημερίες. Σε κάποια φάση άκουσα φωνές. Πλησίασα κι είδα έναν 60αρη να βρίζεται με τον καθηγητή μου. Damn it, μη μου τον συγχύζετε πάνω που θέλω μόνο να μου υπογράψει τις εφημερίες για να ξεμπερδεύω από εκεί!
Ο 60άρης έφυγε περνώντας φουριόζος δίπλα μου, άφησα να περάσουν 5 λεπτά χωρίς να με δει ο καθηγητής για να ηρεμήσει λίγο και μετά πήγα και του ζήτησα να μου υπογράψει. Φεύγοντας είπα να κάτσω μόνος μου να πιω μια τελευταία Amita στους αναπαυτικούς δερμάτινους καναπέδες των Flocafe του νοσοκομείου. Ρούφαγα από το καλαμάκι μου με θέα το αμάξι μου στο 5 αστέρων πάρκινγκ απέναντι προσηλωμένος στο βιβλίο του μαθήματος της Παρασκευής. Μετά από λίγο παρατήρησα με την άκρη του ματιού μου ότι στο τραπέζι δίπλα μου είχε κάτσει ο 60άρης που βριζόταν με τον καθηγητή.
Τον αγνόησα αλλά τον είδα που μου έριχνε κλεφτές ματιές. Κάποια στιγμή δεν άντεξε, γύρισε και μου μίλησε.
«Γιατρός είσαι παιδί μου?» μου είπε διστακτικά.
«Φοιτητής βασικά».
«Ο άλλος ο μαλάκας, καθηγητής σου είναι?»
«Εμμ, ναι.»
Τον ρώτησα γιατί τσακώνονταν. Είμαι κουτσομπόλα, I know, deal with it. Ο 60άρης μου εξήγησε ήρεμα ότι ο πατέρας του ετών 80κάτι έπαθε βαρύ εγκεφαλικό κι έπεσε σε κώμα. Τον έφεραν στο ιδιωτικό νοσοκομείο και τους χρέωναν 1300 ευρώ τη βραδιά για ένα κρεβάτι στη ΜΕΘ. Κάποιο βράδυ ο ηλικιωμένος ασθενής κατέληξε, ήταν εγκεφαλικά νεκρός αλλά τα ζωτικά του όργανα λειτουργούσαν κανονικά. Οι γιατροί τον κρατούσαν καλωδιωμένο παρόλο που 3 γιατροί είχαν πει ότι ο ασθενής δε θα επανέλθει. Τα μάταια βράδια κυλούσαν μαζί με τα 1300 ευρώ τη βραδιά.
Κάποιο βράδυ, ο 60άρης ο οποίος είχε χρεωθεί για να πληρώνει τους υπέρογκους λογαριασμούς του ιδιωτικού νοσοκομείου που συνεχώς αυξάνονταν, έπιασε τον καθηγητή μου και τον κατηγόρησε ότι κρατάνε καλωδιώμενο τον πατέρα του μόνο και μόνο για να παίρνουν τα 1300 ευρώ. Ο καθηγητής μου κατηγόρησε τον 60άρη ότι θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του επειδή τσιγκουνεύεται τα λεφτά.
«Ήθελα να τον πνίξω τον μαλάκα μόλις το άκουσα αυτό, πώς τόλμησε να πει κάτι τέτοιο?» είπε.
Δεν ξέρω ποιός είχε δίκιο, δεν ξέρω τι έπρεπε να πω, ήμουν εξαντλημένος, κουρασμένος κι αγχωμένος και σε κάτι τέτοια σκηνικά κανείς δεν μπορεί να ξέρει προς ποιά μεριά γέρνει η πλάστιγγα της αλήθειας και του δίκαιου. Τον παρηγόρησα όπως όπως, ρούφηξα τα τελευταία υπολείμματα της Amita μου, βγήκα, πλήρωσα τη διαμονή του αυτοκινήτου μου στο Hilton-«ΠΑΡΚΙΝ» κι άναψα τη μηχανή.
Φεύγοντας κοίταξα από τον καθρέφτη μου το φωταγωγημένο νοσοκομείο να δεσπόζει επιβλητικά πίσω μου με τα περισσότερα παραθυράκια του φωτισμένα στο φόντο του σκοτεινού ουρανού. 3 πόρτες, 3 διαφορετικές οικογένειες, 3 διαφορετικές ιστορίες. Κι άλλη μία μπόνους ιστορία στην καφετέρια Flocafe του νοσοκομείου.
Και παρά όλα αυτά, παρόλο που διαπίστωσα ότι υπάρχουν άνθρωποι με πολύ σοβαρότερα προβλήματα, άγχη και ανησυχίες, η δική μου μελαγχολία των τελευταίων ημερών δεν έλεγε να φύγει, cause I miss someone sooo much it fucking makes me wanna scratch my eyes out and eat them. Πάω να πνιγώ στα βιβλία μου και να πεθάνω.