31 Μαΐ 2011

Το χρονικό μιας διαμαρτυρίας

Η σχέση των Ελλήνων με τους πολιτικούς τους είναι μια σχέση καταχρηστική. Και κάθε καταχρηστική σχέση οδηγείται σε μια μακρόχρονη, αργή φάση αυξανόμενης δυσαρέσκειας για να καταλήξει σε ένα ξαφνικό, δυνατό και μη αναστρέψιμο σημείο όπου ένας από τους δύο φλιπάρει. Αν τους παρομοιάζαμε με ζευγάρι, οι Έλληνες θα ήταν μια πιστή γυναίκα κι οι πολιτικοί ένας μπερμπάντης άντρας. 

Η γυναίκα παντρεύτηκε τον άντρα γιατί της υποσχέθηκε μια άνετη ζωή. Τα πρώτα χρόνια ήταν καλά μετά όμως ήρθαν δυσκολίες, ο άντρας τη διαβεβαίωνε ότι τα πράγματα θα φτιάξουν, τα λεφτά στο κοινό τους ταμείο όμως συνεχώς μειώνονταν, η γυναίκα αναγκαζόταν να κάνει όλο και περισσότερες στερήσεις ενώ ο άντρας αγόραζε καινούργια κοστούμια και φορούσε ακριβές κολόνιες. Μια μέρα μάλιστα της λέει ότι τελικά τα πράγματα είναι κάπως άσχημα κι ότι για να μη ζήσουνε στο δρόμο θα πρέπει η γυναίκα να κάνει κι άλλες στερήσεις, να πουλήσουνε το πατρικό της σπίτι στους γείτονες και να έρθει να μείνει μαζί τους η ερωμένη του. Η γυναίκα ακόμα κι αυτά τα δέχτηκε στωικά με λίγες διαμαρτυρίες, γιατί από τη μία δεν πίστευε ότι κάποιος που εμπιστευόταν τόσα χρόνια θα μπορούσε να της έχει πει τόσα ψέματα κι από την άλλη γιατί φοβόταν ότι χωρίς αυτόν και τις συμφωνίες του με τους γείτονες θα ζούσαν στους πέντε δρόμους. 

Μέχρι που μια μέρα βλέπει τη γειτόνισσα η οποία ζούσε κάτι παρόμοιο, όχι μόνο να μην έχει δεχτεί τις απατεωνιές και τους εκβιασμούς του άντρα της αλλά να τον έχει πετάξει κι έξω από το σπίτι. Έτσι αποφασίζει να αναθεωρήσει όλη την κατάσταση και να ξεκινήσει κι αυτή κάτι παρόμοιο αλλά πολύ πιο δραστικό.

Μια τέτοια καταχρηστική σχέση με τους πολιτικούς μας οδήγησε στη μέρα της 25ης Μαΐου, τη μέρα που οι αγανακτισμένοι για πρώτη φορά συγκεντρώθηκαν έξω από τη Βουλή.

Το όλο πράγμα ξεκίνησε διαδικτυακά. Στα πρότυπα της Λιβύης και της Ισπανίας μερικά φατσαμπουκόπαιδα έφτιαξαν μια σελίδα στο facebook με την ονομασία «Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα» και καλούσαν όλους τους Αθηναίους να μαζευτούν έξω από τη Βουλή και να εκφράσουν την αγανάκτησή τους για όλο αυτό που ζούμε τον τελευταίο καιρό. Αφορμή φαίνεται πως ήταν η συγκέντρωση των Ισπανών στη δική τους κεντρική πλατεία όπου ένα πανό έλεγε: «Κάντε ησυχία, οι Έλληνες κοιμούνται». We have been called out. Εμείς οι Έλληνες είμαστε περήφανοι σε κάτι τέτοια, το βλέπουμε σαν πρόκληση, κάτι σαν τις κούπες που παίζουν οι Κρητικοί. Γεμίζουν ένα ποτήρι κρασί και μετά καλούν κάποιον να το πιεί. Αυτός που το πίνει πρέπει να καλέσει κάποιον άλλον να πιεί, κι αυτός να καλέσει κάποιον άλλον και ούτω καθεξής. Κανείς δεν πρέπει να σπάσει τη σειρά των καλεσμάτων.

Εγώ ενημερώθηκα για τη συγκέντρωση από μια απλή αναφορά που έγινε στο ραδιόφωνο, το συζήτησα με το κορίτσι και με μπρίζωσε να πάμε να δούμε αν τελικά τα ελληνόπαιδα έχουν τη διάθεση να κάνουν πράξη τις προθέσεις τους ή αν μόνο καθησυχάζουν τις συνειδήσεις τους με μερικά «επαναστατικά» like

Η πρώτη έκπληξη ήρθε βγαίνοντας από το μετρό. Οι αποβάθρες ήταν γεμάτες κόσμο, κατά κύριο λόγο νέοι άνθρωποι στριμώχνονταν στις κυλιόμενες και περίμεναν υπομονετικά να βγουν στην πλατεία. Το κορίτσι έβγαλε το κινητό κι άρχισε να βγάζει φωτογραφίες την πρωτοφανή κοσμοσυρροή. Το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους είχε συγκεντρωθεί μπροστά από τη Βουλή. Ακούγονταν γιουχαρίσματα, χτυπήματα από κατσαρόλες, σφυρίγματα και μερικά κάπως σαχλά συνθήματα όπως: «Κλέφτες, κλέφτες», «Και α και ου, και ου, γαμώ το δουνουτού», «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». 

Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη αλλά ειρηνική, όλη η φάση απέπνεε κάτι ερασιτεχνικό και ανοργάνωτο αλλά ειλικρινές και αυθόρμητο. Ένα πανό είχε υψωθεί που έγραφε στα ισπανικά: «Είμαστε ξύπνιοι. Τι ώρα είναι? Ώρα να φύγουν!», δίπλα από ένα σκίτσο του Γιωργάκη(Τζέφρι) ζωγραφισμένο σαν τσαρλατάνο. Πιστοί στους όρους του παιχνιδιού κούπες που παίζουν οι Κρητικοί, καλέσαμε κι εμείς με τη σειρά μας με ένα πανό τους Πορτογάλους να ξεσηκωθούν. Τα ΜΑΤ βρίσκονταν παραταγμένα στο πεζοδρόμιο μπροστά από τους τσολιάδες και κοιτούσαν αμήχανα τους διαδηλωτές, παιδάκια κάθονταν ανάμεσα στα πόδια τους, ενώ τριγύρω έκοβαν βόλτες μερικά παλικάρια που είχαν οριστεί ομάδες περιφρούρησης της διαδήλωσης φορώντας χάρτινες πανοπλίες με ζωγραφιές από λουλούδια πάνω τους και χάρτινα κράνη.

Δε θεωρώ τον εαυτό μου επαναστάτη, αν μη τι άλλο είμαι ένας καλομαθημένος, μαλθακός, socially awkward, απολιτίκ νέος όπως η πλειοψηφία της γενιάς μου. Όμως όλο αυτό το σκηνικό ένιωθα να με εκφράζει, να εκτονώνει μια λανθάνουσα αγανάκτηση μέσα μου. Δε μου αρέσει να βλέπω ειδήσεις κι η σχέση μου με τις εφημερίδες είναι επιφανειακή περιορίζεται μόνο στο να ξεφυλλίζω τα headlines ενημερωτικών site, μέχρι να πέσει το μάτι μου σε κάτι που με αφορά άμεσα ή σε κάτι πικάντικο ή σε αθλητικά. Κάθε φορά όμως που μάθαινα για σκάνδαλα, για παραγραφές βουλευτικών αδικημάτων, για μυστικές συμφωνίες με βουλιαγμένα υποβρύχια ή μονές, ακόμα και υπό το χιουμοριστικό πρίσμα εκπομπών σαν το ράδιο αρβύλα ή την ελληνοφρένεια, γεννιόταν πάντα η εξής απορία μέσα μου: «Μα καλά, πώς γίνεται να τα ανεχόμαστε αδιαμαρτύρητα όλα αυτά?».

Οι πολιτικοί έμοιαζαν να μας έχουν βγάλει τελείως από το παιχνίδι που παίζουν. Δεν είμαστε πλέον μέρος του κόσμου τους. Δε μιλάμε καν την ίδια γλώσσα. Είμαστε τα μυρμήγκια στον κήπο τους. Τα βακτήρια στα κόπρανά τους. Το μόνο αίσθημα που δείχνουν να νιώθουν για μας είναι απαξίωση, το μόνο που τους νοιάζει είναι το πολιτικό κόστος, να μη χάσουν τη θέση τους. Δε δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι όταν ο άλλος δεν έχει να πληρώσει το νοίκι και κινδυνεύει να μείνει στο δρόμο χέστηκε για το πολιτικό κόστος του Τζέφρι! Το θέμα είναι ότι μέχρι τώρα μπορούσαν να τη βγάζουν καθαρή με τις κομπίνες και τις κρυφές συμφωνίες τους όσο οι καιροί ήταν καλοί, όσο οι άνθρωποι ήταν απορροφημένοι στις plasma τηλεοράσεις τους, στα i-pod τους και στα τηλεοπτικά σόου αντί να ασχολούνται με αυτά που κάνουν οι πολιτικοί-όχι επειδή οι απλοί άνθρωποι είναι ηλίθιοι, αλλά επειδή καταλαβαίνουν πότε ένα μαγαζί είναι κλειστό λόγω διάλυσης. Οι καιροί αυτοί όμως δυστυχώς τελείωσαν και μέχρι τώρα ψάχναμε την αφορμή.

Η αφορμή που χρειαζόμασταν βρέθηκε, το ποτήρι επιτέλους ξεχείλισε και οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους. Εκείνη την Τετάρτη ήταν η πρώτη φορά που στριμώχτηκα κι εγώ ανάμεσα στο πλήθος και φώναξα, γιουχάρισα, μούντζωσα και σφύριξα. Χτυπήματα σε κατσαρόλες, σφυρίγματα, συνθήματα όλα ήταν όργανα σε ένα παράφωνο κονσέρτο διαμαρτυρίας. Όταν δε γιουχάραμε, περπατούσαμε συνεχώς πάνω-κάτω την πλατεία χαζεύοντας το συνεχώς αυξανόμενο μέγεθος του πλήθους. Προσπαθούσαμε να μπούμε στο ίντερνετ από τα κινητά μας, να διαβάσουμε πώς περιγράφουν τη συγκέντρωση τα διεθνή πρακτορεία αλλά είχαν μπλοκάρει τα δίκτυα τηλεφωνίας. Αφήσαμε για λίγο τη συγκέντρωση για να πάμε να τσιμπήσουμε σουβλάκια να πάρουμε δυνάμεις και ξαναγυρίσαμε στο αγανακτισμένο πλήθος να δώσουμε το παρών.

Εκείνο το βράδυ φύγαμε νιώθοντας ένα παράξενο αίσθημα ανακούφισης και αφύπνισης, και τίποτα να μην αλλάξει με όλο αυτό τουλάχιστον εκδηλώσαμε την αγανάκτησή μας, οι Έλληνες ίσως να μην είναι συναισθηματικά μουδιασμένα πρόβατα, ίσως τελικά νιώθουν, ανησυχούν και αγανακτούν. Είχα αμφιβολίες για το κατά πόσον θα συνεχιζόταν όλο αυτό, στην Ισπανία είχαν συγκεντρωθεί για καμιά βδομάδα, εδώ άραγε θα συνέβαινε το ίδιο ή θα πέρναγε η μόδα και την επόμενη μέρα δε θα κατέβαινε κανείς?

Την επόμενη μέρα δεν κατέβηκα στο κέντρο λόγω μεγάλου φόρτου διαβάσματος για τη σχολή. Όσο ήμουν σπίτι στα διαλλείματα από τη μελέτη χάζευα στο ίντερνετ απόψεις και εμπειρίες σχετικά με τη συγκέντρωση. Η συντριπτική πλειοψηφία των διαδικτυακών γνωμών φυσικά ήταν υπέρ, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα υπήρχαν μερικές φωνές που θα έκραζαν την όλη προσπάθεια. Η πλειοψηφία των bloggers τη βρίσκουν με το κράξιμο. Δώσε τους ένα επίκαιρο πιασάρικο θέμα και θα το αποδομήσουν με έξυπνα gags, αστειάκια, εξυπνάδες, μεγαλοποιώντας παράλληλα το εγώ τους (χρησιμοποιώντας μεγαλόπνοες φράσεις όπως: «ΕΓΩ δεν ενώνω τη φωνή μου με αυτά τα πρόβατα/ τους ελληνάρες / τους εγκάθετους του συστήματος /(you name it)», «ΕΓΩ δεν ευθύνομαι για αυτή την κατάσταση»,  «ΕΓΩ δεν τους ψήφισα», « ΕΓΩ δε ζήτησα ρουσφέτι».

Αμφιβάλλοντας για το κατά πόσον όλοι αυτοί που ζούνε πίσω από την οθόνη είναι τόσο άγιοι ώστε να κράζουν όλους τους υπόλοιπους μπήκα στον πειρασμό για ένα νανοσεκόντ να μπω να απαντήσω και να συνεχίσω το debate. Και μετά ευτυχώς θυμήθηκα το χρυσό κανόνα διατήρησης της ψυχραιμίας όταν σερφάρεις: δεν έχει νόημα να ανοίγεις σοβαρή κουβέντα με άτομα που δεν ξέρεις από το ίντερνετ.

Το να τσακώνεσαι στο ίντερνετ και να προσπαθείς να πείσεις τον άλλον για τις απόψεις σου είναι τόσο ανούσιο όσο κι αν βγάλεις το παπούτσι σου και το κουνάς πέρα-δώθε ψηλά στον αέρα για να διώξεις τα σύννεφα. Το ίντερνετ είναι ιδανικό για πάρα πολλά πράγματα αλλά η παραγωγική συζήτηση δεν είναι ένα από αυτά. 

Η απουσία αυθόρμητων απαντήσεων(ο άλλος μπορεί να σου απαντήσει μετά από 2 μέρες, αφού έχει σκεφτεί και ξανασκεφτεί πώς θα σου πετάξει την ατάκα), η ασφάλεια της ανωνυμίας, τα πιστά τσιράκια που τριγυρνάνε μόνιμα στους αγαπημένους τους ιστοτόπους, στα blogs ή στα forum και τα οποία θα γράψουν χωρίς δισταγμό «Πέστα! Φοβερός! Μας εκφράζεις απόλυτα!» ακόμα κι αν ο συγγραφέας τους έβρισε τη μάνα, ενώ θα ορμήσουν με μανία σε όποιον διατυπώσει αντίθετη άποψη, και όλα αυτά μπροστά σε ένα live κοινό αναγνωστών που ψοφάει για ίντριγκα είναι τα συστατικά για να ξεσπάσει μια διαδικτυακή καταιγίδα και μια συνεχή κοκορομαχία που θα έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα να ξενυχτήσω κάνοντας ανάλυση σε ένα ηλίθιο forum ή blog που δε διάβαζα ποτέ πριν και στο οποίο έπεσα τυχαία, αναλύοντας επιχειρήματα σε άτομα που δε θα με ένοιαζε αν τα πάταγε αυτοκίνητο την επόμενη κιόλας μέρα, κοντεύοντας να πάθω αρθρίτιδα στα δάχτυλα από το πολύωρο πληκτρολόγημα.

Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθεί κάποιος, μπαίνεις τυχαία να διαβάσεις μια άποψη αφήνεις ένα σχόλιο, αρπάζεσαι από μια απάντηση, ανταλλάζετε 2-3 σούτια με στοιχειώδη επιχειρήματα και μετά η κατάσταση ξεφεύγει. Μετά τσακώνεσαι απλά για να τσακωθείς. Στο τέλος μία από τις δύο αντιμαχόμενες μεριές θα βαρεθεί, θα νυστάξει, θα συμφωνήσει μαζί σου ή θα πεθάνει και το θέμα θα χαθεί σαν κουράδα μόλις τραβήξεις το καζανάκι για να ξεβραστεί σε κάποιο άλλο blog, forum, site όπου και θα ξαναρχίσει το debate.

Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτούς που δε γουστάρουν να έρθουν και να εκφράσουν την αγανάκτησή τους. Αν δε νιώθουν την ανάγκη να βγουν να φωνάξουν τότε σημαίνει ότι πιστεύουν ότι είναι μάταιο ή ότι έχουν σκεφτεί κάποια άλλη καλύτερη μορφή διαμαρτυρίας ή ότι δε γνωρίζουν τι συμβαίνει στη χώρα ή ότι η ζωή τους είναι μια χαρά όπως είναι και δε θέλουν να αλλάξει κάτι. Όλα είναι σεβαστά, κυρίως τα δύο πρώτα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω όμως είναι γιατί κάποιος να θέλει να υπονομεύσει, να κράξει και να καταστείλει μια τέτοια μαζική προσπάθεια που μόνος της σκοπός είναι να βρεθεί μια λύση στο αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε, χωρίς να χρειαστεί να στήσουμε κώλο στις ξένες δυνάμεις που το μόνο που δε ζήτησαν μέχρι τώρα είναι να γκρεμίσουμε τον Παρθενώνα και να ανοίξει εκεί ένα sweatshop που θα φτιάχνει I-phone και μπλουζάκια της Nike

Το μόνο κάπως ανεκτό επιχείρημα που αναγνώρισα στους μη αγανακτισμένους είναι ότι ισχυρίζονται πως δεν πρέπει να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται αυτοί που μέχρι τώρα ψήφιζαν τα κόμματα ή ήταν βολεμένοι από τα κόμματα. Αν δεχτούμε αυτή τη λογική όντως δεν πρέπει να διαμαρτύρονται όσοι έχουν ζητήσει ρουσφέτι από βουλευτή, όσοι έχουν ψηφίσει μεγάλο κόμμα ή όσοι δουλεύουν στο δημόσιο. Και γιατί να μην το επεκτείνουμε? 

Αν δεν έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται αυτοί τότε δε θα έπρεπε να διαμαρτύρεται κανείς δημόσιος υπάλληλος, ούτε από ΔΕΗ ή ΟΤΕ, επιπλέον ούτε οι καθηγητές κι οι δάσκαλοι ούτε καν αυτός που έκανε αίτηση στο δημόσιο αλλά δεν μπήκε. Ούτε κι αυτοί που δουλεύουν σαν υπάλληλοι σε λαμόγια μεγαλο-επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα. Επίσης δεν πρέπει να μιλάει ούτε αυτός που έβαλε βύσμα στο στρατό για να μην τον στείλουν στον Έβρο, αυτός που έδωσε φακελάκι έστω και φορά στη ζωή του, αυτός που δε ζήτησε απόδειξη, αυτός που βαρέθηκε να πάει να ψηφίσει στις εκλογές , αυτός που ψήφισε το δήμαρχο γιατί του υποσχέθηκε ότι θα του φτιάξει το πεζοδρόμιο ή αυτός που δεν έχει χτυπήσει έστω μια φορά εισιτήριο. Έμεινε κανείς που να μπορεί να διαμαρτυρηθεί?

Όλη αυτή η κουβέντα μου θύμισε το κλασικό αστειάκι που λέγαμε μικροί ότι από τις 365 μέρες του χρόνου οι 52 είναι Κυριακές, οι 40 είναι αργίες, οι 50 είναι διακοπές, τις 100 κοιμόμαστε κτλ κτλ τι μένει? Μια μέρα κι αυτή είναι τα γενέθλιά μας. Έτσι λοιπόν κι εδώ, στο τέλος κανείς δε θα έχει δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί, εκτός κι αν υπάρχουν μέτρα και σταθμά στην ηθική. Το καθήκον του καθενός απέναντι στη χώρα δεν αρχίζει και τελειώνει με το «εγώ δεν τους ψήφισα» ή το «εγώ δε ζήτησα ποτέ ρουσφέτι». Εξάλλου όλοι αυτοί που διατείνονται ως οι «άγιοι» θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι που νιώθουν την αγανάκτηση αφού καλούνται να πληρώσουν σπασμένα που δεν έσπασαν ποτέ.

To hell with it, αν πιστεύεις ότι είναι μάταιο και άσκοπο το όλο κίνημα μην κατεβαίνεις στην πλατεία, γιατί κατά πάσα πιθανότητα είναι μάταιο και άσκοπο. Τουλάχιστον όμως μη σαμποτάρεις κάτι που είναι αχρωμάτιστο, ακομματικοποιημένο, ειρηνικό και προσπαθεί να βάλει μια τάξη σε αυτό το μπάχαλο χωρίς να το καπηλευτεί κανένα κόμμα και κανένας πολιτικός σωτήρας. 

Στην πλατεία πήγα πάλι την Παρασκευή. Όντας 2 μέρες μετά την αρχική συγκέντρωση και με μεγάλη κακοκαιρία περίμενα ότι ο κόσμος θα είναι ελάχιστος, ότι θα έβλεπα μόνο μερικούς σκληροπυρηνικούς αριστερούς να κάθονται στο γρασίδι. Για άλλη μια φορά διαψεύστηκα, το πλήθος ήταν περίπου το ίδιο, τα συνθήματα μπροστά στη Βουλή ακούγονταν με περισσότερο πάθος ενώ είχαν στηθεί σκηνές κάτω από τα δέντρα, μία εκ των οποίων λειτουργούσε σαν ιατρείο. Δυστυχώς γύρω από την πλατεία είχαν ακροβολιστεί οι συνηθισμένοι leechers τέτοιων γεγονότων, αυτοί που κολλάνε σαν βδέλλες, σαν μεταλλαγμένα υπερτροφικά κουνούπια που ορμάνε ανά σμήνη σε κάθε event που μαζεύει κόσμο για να ρουφήξουν το αίμα από τα πορτοφόλια του κόσμου. Καντίνες με σουβλάκια, πακιστανοί με λέιζερ κι οι Σομαλοί με γυαλιά ηλίου και τις μαϊμού τσάντες έδιναν έναν άσχημο τόνο πανηγυριού στην όλη εκδήλωση.

Καταλαβαίνω ότι a man has to eat, αλλά αυτή η τσίκνα σε συνδυασμό με την πολυκοσμία έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Υποθέτω ότι οι διαδηλωτές πιστοί στην απόφαση τους να διατηρήσουν τον ειρηνικό χαρακτήρα της εκδήλωσης δε μπόρεσαν να καθαρίσουν το χώρο από τους μικροεμπόρους χωρίς να γίνουν φασαρίες.

Εκείνη τη μέρα όμως παρατήρησα και κάτι άλλο, κάτι ίσως πιο σημαντικό από τα «οπαδικά» συνθήματα και τα απλά γιούχα. Στο κέντρο της πλατείας δίπλα από το σιντριβάνι είχε στηθεί μια άτυπη συνέλευση. Νεαρά άτομα είχαν καθίσει οκλαδόν και άκουγαν κάποιον να μιλάει στο μικρόφωνο. Πλησιάσαμε να δούμε περί τίνος πρόκειται. Είχαν στήσει ένα μικρόφωνο, μερικά ηχεία κι όποιος ήθελε έπαιρνε το λόγο κι έλεγε την άποψή του μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος. Μια μικρή συντονιστική επιτροπή τα μέλη της οποίας απ’ότι κατάλαβα αλλάζουν καθημερινά κράταγε πρακτικά από τις ομιλίες του καθενός και τις προτάσεις που ακούγονταν. Για αρχή ήταν κάτι πολύ πρόχειρο, ανέβαιναν άτομα που πιο πολύ είχαν ανάγκη να πουν τον πόνο τους παρά να προτείνουν κάτι ουσιαστικό.

Την επόμενη μέρα, το Σάββατο το απόγευμα ξαναπήγαμε κι αυτή τη φορά ήμασταν αποφασισμένοι να κάτσουμε στη συνέλευση στο κέντρο της πλατείας και να ακούσουμε με μεγαλύτερη προσοχή τις σύντομες ομιλίες των απλών καθημερινών ανθρώπων που είχαν μαζευτεί. Η συντονιστική επιτροπή έδινε χαρτιά με νούμερα σε όποιον ήθελε να μιλήσει και μετά κλήρωναν ποιοι θα ανέβουν να πουν την άποψή τους σε διάρκεια περίπου 5 λεπτών. Μέσα στις 3-4 ώρες όλοι προλάβαιναν να μιλήσουν κι ο κόσμος που άκουγε από κάτω γιουχάριζε ή χειροκροτούσε, ανάλογα με το αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε. Η συντονιστική επιτροπή έθετε ένα θέμα κάθε μέρα πάνω στο οποίο θα συζητούσαν και προς το τέλος της συνέλευσης σύμφωνα με τα πρακτικά συγκέντρωναν τις προτάσεις που ακούστηκαν εκείνη τη μέρα κι ο παρευρισκόμενος κόσμος ψήφιζε δια χειρός αν συμφωνεί να πραγματοποιηθούν.

Εκείνη τη μέρα αποφασίστηκε από τον κόσμο να οργανωθεί την επόμενη, την Κυριακή, μια πανευρωπαϊκή διαμαρτυρία. Έτσι Κυριακή βράδυ ο phantom ήταν πάλι εκεί. Χρειαστήκαμε γύρω στα 30 λεπτά για να φτάσουμε από τις αποβάθρες μέχρι την έξοδο του μετρό, τόσος πολύς ήταν ο κόσμος. Πάνω από 100.000 άτομα είχαν μαζευτεί έξω από τη Βουλή για να διαμαρτυρηθούν, τριπλάσιο πλήθος από τη συγκέντρωση της πρώτης μέρας. Πες μου, ζούμε ή δε ζούμε ιστορικές στιγμές? Γονείς με τα παιδιά τους, νέοι άσχετοι με την πολιτική, γέροι, μεσήλικες, απλοί καθημερινοί άνθρωποι όλοι στριμωγμένοι και ενωμένοι σε μια σχεδόν πανηγυρική ατμόσφαιρα. 

Εμείς μόνιμα πεινασμένοι κάναμε μια βόλτα μπας και βρούμε να τσιμπήσουμε τίποτα (όχι όμως από τις καντίνες-leechers) και μετά πήγαμε στο καθιερωμένο ραντεβού μας στις 9 για τη συνέλευση. Ο κόσμος ήταν πάρα πολύς, η τσίκνα από τις καντίνες σε συνδυασμό με τη ζέστη ήταν μαρτυρική, τα ηχεία ήταν ανεπαρκή και το μικρόφωνο έκανε συνέχεια διακοπές. Το κορίτσι είπε ότι όταν βγάζει τους λόγους του ο δήμαρχος Αθηναίων έχουν 100 ηχεία, τώρα που μιλάνε απλοί άνθρωποι δεν ακούγεται τίποτα. Ανέβαινε ο καθένας κι έλεγε τις προτάσεις του. Με άλλα συμφωνούσα και με άλλα όχι. Μου άρεσε όμως γιατί απλοί άνθρωποι μιλούσαν με επιχειρήματα, με πάθος και με ψυχραιμία. Σεβασμό στους μετανάστες έλεγαν πολλοί, θέλουν να διαχωρίσουν τη θέση τους με τους χρυσαυγίτες που κάνουν τις επιθέσεις. Δε θέλουν καμία σημαία να τους χρωματίζει, ούτε κόκκινη ούτε μπλε.

Μερικοί ομιλητές τα έβλεπαν όλα πολύ ιδανικά και αυτό με ξενίζει. «Να φύγει το μνημόνιο», «να πέσει η κυβέρνηση», «νομιμοποίηση όλων των μεταναστών» μου ακούγονται κάπως απλοϊκά, ουτοπικά κι ονειρεμένα: Οι κακοί ξένοι τραπεζίτες, οι κλέφτες βουλευτές, οι καλοί ανήμποροι μετανάστες. Δυστυχώς κάθε νόμισμα έχει 2 όψεις κι εδώ δεν αναφέρονται. Θέλω πολλά να πω αλλά δεν τολμάω να ζητήσω χαρτάκι να μιλήσω. Απ’τη μία ξέρω πως δεν έχω κουράγιο να μιλήσω σε κοινό με παραπάνω από διψήφιο αριθμό ατόμων χωρίς να με πιάσει τρέμουλο από την αμηχανία, απ’την άλλη διστάζω  γιατί δε θέλω να γιουχαριστώ. Η γνώμη της μάζας μπορεί να γίνει σκληρή και δεν έχει πάντα το αλάθητο.

Μου αρέσει πάντως που όλο και πιο νέα παιδιά παίρνουν το λόγο. Καμία σχέση με τους δαπίτες, τους πασπίτες και τους κουκουέδες των σιχαμένων κομματικών νεολαίων που βρωμάνε ξεπούλημα από μακριά. Θυμάμαι την ψύχραιμη ομιλία μιας νεαρής δικηγορίνας, τις παθιασμένες φωνές ενός δασκάλου, το σοφό παραλήρημα ενός πιωμένου ερωτευμένου τύπου που πήρε το μικρόφωνο. Πού κρυβόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι? Γιατί δεν ανοίγουν αυτοί ένα blog?

Στο γυρισμό επειδή τα λεωφορεία έχουν βαρέσει διάλυση αναγκάστηκα και πήρα ταξί. Ανοίξαμε κουβέντα με τον ταρίφα, «είχα κατέβει στους αγανακτισμένους» του λέω, «Είχε κόσμο? Κατέβηκα προχτές και θα κατέβαινα κι απόψε αλλά δουλεύω» μου απαντάει. Ξεκίνησε να μου λέει με έντονο τρόπο τι μπάχαλο έχουμε καταντήσει, γενικά οι ταρίφες που μου έχουν τύχει από τον Άγιο-Δημήτριο προς Γλυφάδα βαράνε κρίση όταν ανοίγουμε κουβεντούλα για την κοινωνία μας. «Θα τα πούμε στην πλατεία Συντάγματος» του είπα βγαίνοντας απ’το ταξί.

Το όλο εγχείρημα φυσικά κι έχει πολλά σφάλματα, που προκύπτουν κυρίως από την αναισθησία όλων μας. Για παράδειγμα, φέρνουν όλοι μπύρες (καλά κάνουν γιατί να μην πιουν) αλλά μετά πετάνε χύμα τα κουτάκια κάτω με αποτέλεσμα αντί για άσφαλτο να πατάς πάνω σε άμστελ. Για να πρέπει μετά να έρθουν τα άτομα που έχουν δηλώσει εθελοντικά να βοηθήσουν με την καθαριότητα και να μαζεύουν αδιαμαρτύρητα τα σκουπίδια του καθενός αναίσθητου. Ή το άλλο, είμαστε όλοι στριμωγμένοι με τον αγκώνα του ενός να μου πιέζει τα νεφρά και την περμανάντ της άλλης να μου μπαίνει στη μύτη, ιδρωμένοι και τσικνιασμένοι κι έρχεται ο άλλος και ανάβει τσιγάρο! Ήμαρτον ρε φίλε με το τσιγάρο, είναι πρακτικά αδύνατον να λυγίσεις το χέρι για να φέρεις το τσιγάρο στο στόμα σου με τόση πολυκοσμία, τι θες και το ανάβεις?

Το εύκολο είναι να βρεις λάθη και σφάλματα στην όλη διαδικασία, το δύσκολο είναι να προτείνεις κάτι για να την κάνεις καλύτερη. Δεν έχει κανένα νόημα να τρολάρεις αυτή την προσπάθεια, σαν όλους αυτούς τους μίζερους ανθρώπους που διαφωνούν απλά για να διαφωνούν, που τριγυρνούν στο ίντερνετ ψάχνοντας για θέματα να κοροϊδέψουν ή αντίθετες απόψεις με τις δικές τους για να επιτεθούν μπαινοβγαίνοντας σε forum, sites, messageboards, υπερ-αναλύοντας και δαιμονοποιώντας τα πάντα εκτός από τον εαυτό τους τρεφόμενοι από τη συνεχή κοκορομαχία σχολίων, σαν γορίλλες που είναι καταδικασμένοι να τρέφονται με τις ψείρες που βγάζουν ο ένας από την πλάτη του άλλου.

Κάτω εκεί στην πλατεία Συντάγματος κατά τη γνώμη μου γίνεται μια καλή προσπάθεια. Μπορείς να το δεις έστω σαν ένα κοινωνικό πείραμα, πώς συστήνεται μια μικρή νέα κοινωνία από το μηδέν. Κανείς δεν ξέρει αν θα εξελιχτεί σε φιάσκο ή όχι. Τη συγκέντρωση στην Ισπανία την κατέστειλαν για να ανοίξει η πλατεία και να είναι διαθέσιμη στον κόσμο που θα ερχόταν να δει τον τελικό του Champions League. Ποιά θα είναι άραγε η μοίρα της δικιάς μας συγκέντρωσης? Αξίζει να πας να ρίξεις μια ματιά, αρκεί το μάτι σου να μη σταθεί μόνο στις καντίνες, στα κουτάκια μπύρας ή στα παιδικά συνθήματα. Προσπάθησε να ακούσεις αυτά που λένε όσοι ανεβαίνουν να μιλήσουν στη συνέλευση, ανέβα κι εσύ αν έχεις κάτι να πεις, κι αναρωτήσου πού έχεις ακούσει να συμβαίνει κάτι παρόμοιο? Μήπως σε κάτι που λεγόταν εκκλησία του δήμου? Πριν πολλά πολλά χρόνια?

Πάντα ήμουν αρνητικά προκατειλημμένος απέναντι σε πολιτικούς, σε κομματικοποιημένες νεολαίες, σε συντονιστικές επιτροπές, σε διαμαρτυρίες και σε επαναστάσεις. Μου βγαίνει όμως κάτι θετικό απέναντι σε αυτή την προσπάθεια, ίσως επειδή έχει έναν υποβόσκοντα κεφάτο χαρακτήρα, ίσως γιατί μου εμπνέουν εμπιστοσύνη άτομα που αρνούνται να τοποθετήσουν μια εξέδρα για τους ομιλητές γιατί θέλουν «όλοι όσοι μιλάνε να είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτούς που ακούνε»...


6 σχόλια:

Μάγισσα Κίρκη είπε...

Το κείμενό σου -αν και γενικότερα δεν συμφωνώ, τα διάβασες άλλωστε χαχα!-είναι ότι καλύτερο έχω δει από άνθρωπο που μεν υποστηρίζει την όλη κίνηση αλλά δεν είναι ακόμη για τον ψυχίατρο.Πάντως ως κάποια που της αρέσει το κράξιμο και κυρίως το αυτο-κράξιμο, όσους "αγίους" μπορεί να βρείς στο ίντερνετ άλλους τόσους θα βρείς και στην πορεία.Προσωπικά δεν είπα ποτέ ότι είμαι αγία, ίσα ίσα ναι έχω λαδώσει γιατρό και ναι δεν έχω ζητήσει απόδειξη γιατί ντράπηκα και γενικά έχω κάνει του κόσμου τις μαλακίες τις οποίες προσπαθώ στο μέτρο που μπορώ να αλλάξω στη ζωή μου πρακτικά και όχι θεωρητικά με το πανό.Το ότι κάποιος διαφωνεί με την όλη πρωτοβουλία δεν σημαίνει ότι ο ίδιος είναι ή παριστάνει τον σωστό.Μπορεί να σημαίνει απλά ότι διαφωνεί με τον τρόπο που αρκετοί νομίζουν ότι θα καλυτερέψουν την ποιότητα ζωής τους! (πάλι σεντόνι μου βγήκε!) :p

Ανώνυμος είπε...

giati iparxoun Papamixail alla oi perissoteroi einai Nikitas Platis (sto rolo panta etsi)- sto 2:57

exo ena koumparo sto Sidagma kai eipa na peraso ;)

http://www.youtube.com/watch?v=uvOZ8XoWkz0

Lonely

phantom είπε...

Μάγισσα Κίρκη δε βλέπω πώς κάποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με το σχόλιό σου. Κρίμα κι ήθελα να ρίξουμε 2-3 σούτια γιατί ακόμα δεν έχω ξεπεράσει τη ζήλια μου με το βιβλίο σου και σε έχω άχτι!:P
Φαντάζομαι το κατάλαβες αλλά ας το διευκρινίσω κι εγώ, όταν μίλησα γι'αυτούς που το παίζουν άγιοι, ξερόλες κουτουλου δεν υπονοούσα εσένα ή το ποστ σου, ελπίζω να μην έκανες σύνθετες σκέψεις. Το ότι δεν υπάρχουν άτομα να τρέξουν τυφλά να αγανακτήσουν επειδή το κάνουν όλοι οι άλλοι νομίζω πως είναι κι αυτό υγιές.
Ώστε έχεις δώσει φακελάκι ε? Όταν γίνω γιατρός, δε θα σου ζητήσω αλλά θα έχω την απαίτηση να βρεθεί ένα φακελάκι στην τσέπη μου. Κι ας μην έχει λεφτά, γράψε μου ένα love poem έστω ή κάτι τέτοιο. Όχι αλλού τρως, αλλού πίνεις κι αλλού πας να τα δίνεις! :P

lonely respect! Εκπληκτικό το παράδειγμα των "αγανακτισμένων από σπόντα". Ήθελα να'ξερα πώς κατάφερες και βρήκες το απόσπασμα, μήπως έκανες πρόσφατα μαραθώνιο με ταινίες της Βουγιουκλάκη στο youtube?:P

Nat είπε...

Χαίρομαι ιδιαίτερα που λες πως δεν είσαι επαναστάτης, γιατί τις τελευταίες μέρες βλέπω αρκετούς ανθρώπους να έχουν μπερδέψει το "συμμετέχω" με το "επαναστατώ".

Η ΔΕΗ ας διαμαρτυρηθεί όσο θέλει. Με τα πόδια όμως.

Ανώνυμος είπε...

agapi mou sta dika mou ta xronia kathe sabbato blepame elliniki kai kathe Kiriaki western...!! exo kanei diatribi se oles tis komodies kai loipes tainies ton 2100!!! :P :P :P

Lonely

Μάγισσα Κίρκη είπε...

Χαχαχαχα κάτι προφυλακτικά Durex real feel εχω για να μην πιάσω άλλο μωρό, τα θέλεις; :P:P